προσνήχομαι

From LSJ
Revision as of 00:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσνήχομαι Medium diacritics: προσνήχομαι Low diacritics: προσνήχομαι Capitals: ΠΡΟΣΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosnḗchomai Transliteration B: prosnēchomai Transliteration C: prosnichomai Beta Code: prosnh/xomai

English (LSJ)

   A swim towards, ἐς . . Call.Del.47: c. dat., D.S.3.21, Plu.Mar.37, etc.    II of water, in Act., dash upon, προσένᾱχε θάλασσα Theoc.21.18.

Greek (Liddell-Scott)

προσνήχομαι: ἀποθ., νήχομαι πρός τι, ἐς…, Καλλ. εἰς Δῆλ. 47· μετὰ δοτ., Διόδ. 3. 21, Πλουτ. Μάρ. 37, κτλ. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ ὕδατος, ἐφορμῶ, προσένᾱχε θάλασσα ἀμφίβ. παρὰ Θεοκρ. 21. 48.

French (Bailly abrégé)

nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νήχομαι.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.)
1. κολυμπώ ή πλέω προς έναν τόπο
2. προσεγγίζω κάποιον κολυμπώντας
3. (για νερό) χύνομαι με ορμή και πλημμυρίζω έναν τόπο, προσκλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νήχομαι «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

προσνήχομαι:I. αποθ., κολυμπώ προς, τινι, σε Πλούτ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., εφορμώ, χτυπώ με κύματα, προσένᾱχε θάλασσα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

προσνήχομαι: подплывать, приплывать (τινι Diod., Plut.).

Middle Liddell


Dep.:
I. to swim towards, τινι Plut.
II. intr. in Act. to dash upon, προσένᾱχε θάλασσα Theocr.