ψάμαθος

From LSJ
Revision as of 02:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰμᾰθος Medium diacritics: ψάμαθος Low diacritics: ψάμαθος Capitals: ΨΑΜΑΘΟΣ
Transliteration A: psámathos Transliteration B: psamathos Transliteration C: psamathos Beta Code: ya/maqos

English (LSJ)

ἡ (poet., also in a Homeric paraphrase, Plu.2.393e),

   A sand of the sea-shore, ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν... ὡς ὅτε τις ψάμαθον πάϊς ἄγχι θαλάσσης . . συνέχευε Il.15.362; ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῇ Od. 14.136; ἀμφὶ χλωρὰν ψ. S.Aj.1064; παρακτία ψ. E.IA165 (lyr.), cf. 1054 (lyr.); παρὰ ψ. καὶ θῖν' ἁλός Ar.V.1520 (lyr.): freq. in pl., νῆα . . ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Il.1.486; ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσι Od.3.38, cf. 4.438; of river-sand, Il.21.202, 319.    2 prov. of a countless multitude, ὅσα ψ. τε κόνις τε ib.9.385: pl., grains of sand, φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 2.800; ὁπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται Pi.P.9.47. (Perh. formed by combining ψάμμος and ἄμαθος; similarly ἄμμος (ἅμμος) by combining ἄμαθος and ψάμμος; ἄμαθος is cogn. with Engl. sand.)

German (Pape)

[Seite 1391] ἡ, der Sand, bei Homer niemals vom Sande des Landes, sondern immer von dem durch Gewässer benetzten; meistens vom Sande am Meeresufer, z. B. Iliad. 1, 486, ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσιν Odyss. 3, 38, ἐν ψαμάθοισι ἁλίῃσιν Odyss. 4, 438; vom Flußsande Iliad. 21, 202 und 319. Der Sand des Landes heißt bei Homer ἄμαθος und κόνις und κονία. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 123. – Ψάμαθοι κλονέονται ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς Pind. P. 9, 48; χλωρά Soph. Ai. 1043; παρακτία Eur. I. A. 165; παρὰ ψάμαθον καὶ θῖν' ἁλός Ar. Vesp. 1520. – Uebh. Staub, ὀλίγῃ θῆκαν ὑπὸ ψαμάθῳ Hegesipp. 4 (VII, 276); νεκύων Gaetul. 9 (IX, 409). – Als Bezeichnung der unendlichen Menge, des Unzählbaren, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε Il. 9, 385, φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 2, 800; vgl. Pind. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

ψάμαθος: [ψᾰ], ἡ, (ποιητ. τύπος τοῦ ψάμμος, εὑρισκόμενος καὶ παρὰ Πλουτ. 2. 393 Ε), ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν ἄμμος, ἡ τῆς παραλίας ἄμμος, (ἄμαθος εἶναι ἀμμῶδες ἔδαφος, ἴδε ἐν λ.), ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν .. ὡς ὅτε τις ψάμαθον παῖς ἄγχι θαλάσσης .. συνέχυε Ἰλ. Ο. 362· ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῂ Ὀδ. Ξ. 136· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἄμφὶ χλωρὰν ψάμαθον, ὠχράν, κιτρίνην, ἢ κατ’ ἄλλους ὑγράν, Σοφ. Αἴ. 1064· παρακτία ψ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 165, πρβλ. 1055· παρὰ ψ. καὶ θῖν’ ἁλὸς Ἀριστ. Σοφ. 1520· ― ὡσαύτως συχν. ἐν τῷ πληθ., νῆα .. ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, πρβλ. Ο. 362· ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσιν Ὀδ. Γ. 38, πρβλ. Δ. 438· ὡσαύτως ἐπὶ ποταμίας ἄμμου, Ἰλ. Φ. 202, 319. 2) παροιμ., ἐπὶ πλήθους ἀμέτρου, ὅσα ψάμμαθός τε κόνις τε Ἰλ. Ι. 385· ἐν τῷ πληθ., κόκκοι ἄμμου, φύλλοισιν ἑοικότες ἢ ψαμάθοισιν Β. 800· ὁπόσαι ψάμαθοι κλονέονται ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς Πινδ. Π. 9. 84, (πρβλ. ψάμμος).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 sable du bord de la mer ; αἱ ψάμαθοι grains de sable du bord de la mer ; terre sablonneuse du bord de la mer, dune;
2 sable de rivière.
Étymologie: cf. ἄμαθος.

English (Autenrieth)

sand, sands; to designate the strand, or the sand-hills of the shore, Od. 4.426; as simile for a countless multitude, Il. 2.800.

English (Slater)

ψᾰμᾰθος
   1 sand, pebbles “χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” (P. 9.47)

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. η άμμος της παραλίας
2. η άμμος ποταμού
3. στον πληθ. αἱ ψάμαθοι
α) σωρός άμμου
β) κόκκοι άμμου
4. παροιμ. φρ. «ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε» — αμέτρητα σαν την άμμο της θάλασσας (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. ψάμμος «άμμος», αναλογικά προς τη λ. ἄμαθος «άμμος»].

Greek Monotonic

ψάμᾰθος: [ψᾰ], ἡ,
1. ποιητ. μορφή του ψάμμος, άμμος, άμμος θάλασσας, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., νῆα ἐπὶ ψαμάθοις, πάνω στην άμμο, σε Όμηρ.
2. παροιμ., λέγεται για πλήθος που δεν μπορεί να μετρηθεί, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., κόκκοι άμμου, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψάμαθος -ου, ὁ [~ ψάμμος, ἄμαθος] poët. zand, spec. van zee of rivier strand.

Russian (Dvoretsky)

ψάμᾰθος: (ψᾰ) ἡ тж. pl. прибрежный песок, песчаный берег (ψ. ἄγχι θαλάσσης, ψάμαθοι ἁλιῆες Hom.; χλωρὰ ψ. Soph.; παρακτία ψ. Eur.; ψ. ἁλός Arph.): ἐν ψαμάθῳ παίζειν παιδιάν Plut. (о ребенке) играть песком; τόσα, ὅσα ψ. τε κόνις τε Hom. несметные как песок и пыль; νεκύων ψ. Anth. прах мертвецов, т. е. могила.

Middle Liddell

ψά˘μᾰθος, ἡ, [poetic form of ψάμμος
1. sand, sea-sand, Hom., Soph., etc.; in pl., νῆα ἐπὶ ψαμάθοις on the sands, Hom.
2. proverb. of a countless multitude, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε Il.; in pl. grains of sand, Il.