κρεμάθρα

From LSJ
Revision as of 03:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεμάθρα Medium diacritics: κρεμάθρα Low diacritics: κρεμάθρα Capitals: ΚΡΕΜΑΘΡΑ
Transliteration A: kremáthra Transliteration B: kremathra Transliteration C: kremathra Beta Code: krema/qra

English (LSJ)

ἡ,

   A rope hung from a hook, Arist.Rh.1412a14; οὑπὶ τῆς κ. ἀνήρ, of Socrates, Ar.Nu.218 (basket or fowl-perch, Sch.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεμάθρα: ἡ, (κρεμάννυμι) κρεμάστρα, εἶδος καλαθίου κρεμαστοῦ ἢ σκεύους ἐν ᾧ ἐτίθεσαν τὰ περιττεύοντα ὄψα, κοινῶς «φανάρι», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5 (πρβλ. κρεμάστρα)· ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 218, κοφίνιον ἐν ᾧ ὁ Σωκράτης φαίνεται αἰωρούμενος εἰς τὸν ἀέρα κατὰ παρῴδησιν καὶ γελοιοποίησιν τῶν τραγικῶν μηχανῶν δι’ ὧν ἐνεφανίζοντο θεότητες ἐν τῷ ἀέρι.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
corbeille suspendue, où l’on conservait des aliments, garde-manger suspendu.
Étymologie: κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

η (Α κρεμάθρα)
νεοελλ.
1. κρεμάστρα
2. ναυτικός κόμβος στο άκρο σχοινιού, θηλειά στη μια σπείρα της οποίας κάθεται ο εργαζόμενος, ενώ με την άλλη στηρίζεται η μέση του
αρχ.
κοφίνι ή άλλο σκεύος, το οποίο κρεμούσαν ψηλά για να φυλάγουν τρόφιμα, «φανάρι», «κλούβα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμα- του κρεμάννυμι + επίθημα -θρα- (πρβλ. εμβλή-θρα, κολυμβή-θρα)].

Greek Monotonic

κρεμάθρα: ἡ (κρεμάννυμι), δίχτυ ή καλάθι για την απόθεση ή το κρέμασμα πραγμάτων, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρεμάθρα: (μᾰ) ἡ подвесная корзина Arph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεμάθρα -ας, ἡ [κρεμάννυμι] hangmand:. οὑπὶ τῆς κρεμάθρας ἀνήρ de man in de hangmand Aristoph. Nub. 218. haak (waaraan iets hangt).

Middle Liddell

κρεμάθρα, ἡ, κρεμάννυμι
a net or basket to hang things up in, Ar.