μαχιμώδης
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ες,
A quarrelsome, AP12.200 (Strat.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχῐμώδης: -ες, (εἶδος) πολεμικός, φιλοπόλεμος, ἐριστικός, Ἀνθ. Π. 12. 200.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de combat, belliqueux.
Étymologie: μάχιμος, -ωδης.
Greek Monolingual
μαχιμώδης, -ῶδες (Α) μάχιμος
πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.).
Greek Monotonic
μᾰχῐμώδης: -ες (εἶδος), φιλοπόλεμος, ευέξαπτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχῐμώδης: (ᾰ) воинственный, задорный или сварливый (φωναί Anth.).
Middle Liddell
μᾰχῐμ-ώδης, ες εἶδος
warlike, quarrelsome, Anth.