πολυμήχανος

From LSJ
Revision as of 05:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμήχᾰνος Medium diacritics: πολυμήχανος Low diacritics: πολυμήχανος Capitals: ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: polymḗchanos Transliteration B: polymēchanos Transliteration C: polymichanos Beta Code: polumh/xanos

English (LSJ)

ον,

   A resourceful, inventive, epith. of Odysseus, Il.2.173, etc., cf. S.Ph. 1135 (lyr.); of Apollo, h.Merc.319; π. μήτηρ, of Nature, Orph.H.10.1; π. βουλή Opp.H.2.54: in later Prose, π. περὶ τοὺς λόγους Aristid. Or.41(4).2.

German (Pape)

[Seite 666] reich an Kunstgriffen u. Hülfsmitteln, der sich überall zu helfen weiß, sinnreich, klug; Odysseus oft bei Hom., wie Soph. Phil. 1120; Apollo, H. h. Merc. 319.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμήχᾰνος: -ον, ὁ πολλὰ μηνανώμενος, ἐπινοῶν, ἐφευρετικός, συνετός, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Β. 173, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1135· ἐν Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 319, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, π. μήτηρ, ἐπὶ τῆς φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au génie inventif, industrieux, fertile en expédients.
Étymologie: πολύς, μηχανή.

English (Autenrieth)

much contriving, full of device; ever ready, epith. of Odysseus.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυμήχανος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν' Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ.
β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ.
«πολυμήχανος βουλή», Οππ.).
επίρρ...
πολυμηχάνως Α
με επινοητικότητα, με εφευρετικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μήχανος (< μηχανή «τέχνασμα»), πρβλ. γλυκυ-μήχανος].

Greek Monotonic

πολῠμήχᾰνος: -ον (μηχανή), γεμάτος διεξόδους, εφευρετικός, αυτός που βρίσκεται συνεχώς σε πνευματική εγρήγορση, λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πολυμήχᾰνος: изобретательный, остроумный (Ὀδυσσεύς Hom., Soph.; sc. Ἀπόλλων HH).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμήχανος -ον [πολύς, μηχανή] vindingrijk, doortrapt.

Middle Liddell

πολῠ-μήχᾰνος, ον, μηχανή
full of resources, inventive, ever-ready, of Ulysses, Il.