αἰθέριος

From LSJ
Revision as of 05:57, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθέριος Medium diacritics: αἰθέριος Low diacritics: αιθέριος Capitals: ΑΙΘΕΡΙΟΣ
Transliteration A: aithérios Transliteration B: aitherios Transliteration C: aitherios Beta Code: ai)qe/rios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Fr.839.10, Arist.Mu.392a31:—

   A of αἰθήρ or the upper air, hence,    1 high in air, on high, A.Pr.158 (anap.), Th.81, S.OC1082, etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up into the air, E.Med. 440, cf. Andr. 830; αἰ. γῆ, of the moon, Pythag. ap. Simp.in Cael.511.26: epith. of Zeus, Arist.Mu.401a17.    2 ethereal, heavenly, φύσις Parm.10.1; οἱ αἰ. Hierocl.in CA 27 P.484M.; γονή E.Fr.l.c. Adv. -ίως Iamb.Myst.1.9.—Trag. only in lyr.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀποσπ. 836. Ἐκ του αἰθέρος, ἤτοι τοῦ ἀνωτάτου στρώματος τοῦ ἀέρος, καὶ ἑπομένως· 1) ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, ἐν τῷ ὕψει, Αἰσχύλ. Πρ. 157, Θ. 81, Σοφ. Ο. Κ. 1082 κτλ.· αἰθερία ἀνέπτα, ἀνυψώθη εἰς τὸν ἀέρα ἱπταμένη, Εὐρ. Μήδ. 440. Πρβλ. Ἀνδρ. 830. 2) αἰθέριος, οὐράνιος, γονή, Εὐρ. Ἀποσπ. ἔνθ. ἀνωτ. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 9. Παρὰ Τραγικοῖς ἐν χρήσει μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις. Ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Κόσμ. 2, 10., 7, 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui s’avance, s’élève ou brille dans les airs ; αἰθέριον κίνυγμα ESCHL figure suspendue dans les airs.
Étymologie: αἰθήρ.

English (Slater)

αἰθέριος ]σφιν ἔγειρον[ ]αἰθέρἰ ἑλικ[ (Snell: αἰθέρι Zuntz.) Πα. 13a. 18.

Greek Monotonic

αἰθέριος: -α, -ον, επίσης, -ος, -ον (αἰθήρ), αυτός που ανήκει ή είναι μέσα στο ανώτατο στρώμα αέρα, αυτός που βρίσκεται ψηλά στον αέρα, αυτός που βρίσκεται στα ύψη, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· αἰθερία ἀνέπτα, υψώθηκε στον αέρα πετώντας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰθέριος: 3, редко
1) эфирный, воздушный (φύσις Arst.; πῦρ, ὕδωρ Plut.): αἰθέριον μένος Plut. напор воздуха;
2) высоко вздымающийся (κόνις Aesch.; πέτρα Eur.); высоко парящий, небесный (νεφέλαι Soph.; νέφος Arph.): πάλλειν πόδ᾽ ἀρθέριον Eur. высоко поднимать ногу (в пляске), плясать; ἔρρ᾽ αἰ! Eur. поднимись на воздух!, т. е. прочь!, долой!

Middle Liddell

αἰθήρ
of or in the upper air, high in air, on high, Aesch., Soph., etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up into the air, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθέριος -α -ον αἰθήρ in of van de hemel, lucht:; διά … αἰθερίας … πλακός door de hemelse vlakte Eur. El. 1349; αἰθερίαν … φύσιν de hemelse natuur Parm. B 10.1; pred. : αἰθερία … ἀνέπτα ze is de lucht in gevlogen Eur. Med. 440.