συγκαταψηφίζομαι

From LSJ
Revision as of 11:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταψηφίζομαι Medium diacritics: συγκαταψηφίζομαι Low diacritics: συγκαταψηφίζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΨΗΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatapsēphízomai Transliteration B: synkatapsēphizomai Transliteration C: sygkatapsifizomai Beta Code: sugkatayhfi/zomai

English (LSJ)

   A condemn with or together, Plu.Them.21.    II Pass., to be reckoned along with, μετά τινων Act.Ap.1.26.

German (Pape)

[Seite 966] mit oder zugleich durch seine Stimme verurtheilen, Plut. Them. 21.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταψηφίζομαι: ἀποθετ., καταψηφίζω ὁμοῦ, συγκαταδικάζω, Πλουτ. Θεμιστ. 21. ΙΙ. Παθ., συγκαταλέγομαι, συγκαταριθμοῦμαι, συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων Πράξ. Ἀποστ. α΄, 26.

French (Bailly abrégé)

condamner en même temps.
Étymologie: σύν, καταψηφίζομαι.

Greek Monolingual

Α
1. καταδικάζω και εγώ κάποιον με την ψήφο μου («λέγεται δ' ὁ Τιμοκρέων ἐπὶ μηδισμῷ φυγεῑν συγκαταψηφισαμένου τοῡ Θεμιστοκλέους», Πλούτ.)
2. συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι με εκλογή («συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταψηφίζομαι «δίνω αρνητική ψήφο, καταδικάζω»].

Greek Monotonic

συγκαταψηφίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι,
I. αποθ., καταδικάζω, καταψηφίζω από κοινού ή εξίσου, σε Πλούτ.
II. Παθ., συγκαταλέγομαι, συναπαριθμούμαι μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συγκαταψηφίζομαι:
1) med. подавать (и) свой голос против, участвовать в осуждении: συγκαταψηφισαμένου τοῦ Θεμιστοκλέους Plut. причем за осуждение высказался и Фемистокл;
2) pass. быть (дополнительно) избираемым по жребию (συγκαταψηφισθῆναι μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαταψηφίζομαι mede stemmen tegen, mede veroordelen. verkiezen (tot lid van een groep): pass.. συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων hij werd met instemming van allen aan de elf apostelen toegevoegd NT Act. Ap. 1.26.

Middle Liddell

fut. attic -ιοῦμαι
Dep.
I. to condemn with or together, Plut.
II. Pass. to be reckoned along with others, NTest.