ἔνθερμος

From LSJ
Revision as of 17:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθερμος Medium diacritics: ἔνθερμος Low diacritics: ένθερμος Capitals: ΕΝΘΕΡΜΟΣ
Transliteration A: énthermos Transliteration B: enthermos Transliteration C: enthermos Beta Code: e)/nqermos

English (LSJ)

ον,

   A hot, φύσις Hp.Epid.6.4.13; αἷμα Arist.Pr.898a6; πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.ib.3.251; Αιβύη Plu.2.951f.    2 metaph., passionate, μειράκιον prob. in Com.Adesp.24.10D.; hot, fervid, διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, al.

German (Pape)

[Seite 842] erwärmt, warm, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθερμος: -ον, θερμός, ζεστός, Ἱππ. 1180Ε, Πλούτ. 2. 951Ε. 2) μεταφ., πλήρης θερμότητος, θερμουργός, διάνοια Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 9, πρβλ. 3, 14: - Ἐπίρρ. ἐνθέρμως, Εὐστ. Πονημ. 4. 28, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 101D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très chaud.
Étymologie: ἐν, θερμός.

Spanish (DGE)

-ον
I 1medic. y fil. que encierra calor, constitutiva o naturalmente cálido, caliente φύσις Hp.Epid.6.4.13, 18, φλέβιον Hp.Epid.6.6.1, αἷμα Arist.Pr.898a6, ὁ ἐμψυχρότερος ἐν ψυχρῇ χώρῃ ... ἐνθερμότερος ἔσται el que es de naturaleza más bien fría estará más caliente en un lugar frío Hp.Epid.6.6.2, cf. 6.5.15, πυροὶ καὶ κριθαὶ νοτερὰ ἐόντα ... ἐνθερμότερά ἐστιν ἢ εἰ ξηρὰ εἴη Hp.Nat.Puer.24, en las teorías estoicas del alma πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.Stoic.3.251, ψυχή Plu.2.432e, del fuego, Ph.1.462.
2 caluroso, cálido climáticamente Λιβύη Plu.2.951e, χωρία Plu.2.701a, ἡμέραι Gp.8.23.1.
3 fig. ardiente, ardoroso, apasionado διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, λόγος Ph.1.144, en el amor μειράκιον Com.Adesp.1006.9 (cj.), en la guerra, de los nacidos bajo el signo de Ares, Vett.Val.16.33
neutr. subst. τὸ ἔ. ardor, apasionamiento τῆς ἐπιθυμίας Gr.Nyss.Beat.117.14, τῆς ἀγάπης Nil.in Cant.81.1.
II adv. -ως con ardor guerrero, Eust.593.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνθερμος, -ον)
1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής
2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος
3. εμπαθής, παράφορος.
επίρρ...
ενθέρμως
θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος.

Russian (Dvoretsky)

ἔνθερμος:
1) горячий, теплый (αἷμα Arst.);
2) жаркий (χωρία Plut.);
3) пламенный, пылкий (διάνοια Arst.).