βάξις
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
εως, ἡ, (βάζω) poet. Noun,
A saying, esp. an oracular saying, inspired utterance, κλύειν εὐηκέα β. Emp.112.11; ἐναργὴς β. ἦλθεν Ἰνάχῳ A.Pr.663; θεσφάτων β. S.Tr.87. 2 report, rumour, μιν… β. ἔχει χαλεπή Mimn.15; β. ἀργαλέη Id.16; θεῶν ἐποπίζεο μῆνιν βάξιν τ' ἀνθρώπων Thgn.1298; β. ἀλγεινήν, β. καλὴν λαβεῖν, S.Aj.494, El. 1006; σπείρειν ματαίαν β. ἐς πᾶσαν πόλιν ib.642, cf. 638; διὰ δὲ πόλεας ἔρχεται β. E.Hel.224 (lyr.); ὀξεῖα γάρ σου β.… διῆλθ' Ἀχαιούς a report concerning thee, S.Aj.998; ἁλώσιμος β. tidings of the capture, A.Ag.10; θανόντος β. ἀνδρός E.Hel.351 (lyr.); so τήν τ' ἀμφὶ Θησέως β. Id.Supp.642. II voice, Epigr.Gr.989.2.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ (βάζω), die Rede, Tragg.; die Sage, das Gerücht, Aesch. Ag. 464; Soph. O. R. 519; u. sonst bei Dichtern; der Ausspruch, bes. des Orakels, Aesch. Prom. 666; Soph. Tr. 87; Ap. Rh. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
βάξις: -εως, ἡ, (βάζω), ποιητ. ὄνομα, λόγος, ἰδίως προφορικὸς λόγος, λόγιον, ὡς τὸ φήμη, ἐναργὴς βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ Αἰσχύλ. Πρ. 663· θεσφάτων βάξιν Σοφ. Τρ. 87. 2) φήμη, ἀγγελία, μιν., β. ἔχει χαλεπὴ Μίμνερμ. 15, πρβλ. 16· θεῶν ἐποπίζεο μῆνιν βάξιν τ’ ἀνθρώπων Θέογν. 1298· β. ἀλγεινήν, β. καλὴν λαβεῖν Σοφ. Αἴ. 494, Ἠλ. 1006· σπείρειν ματαίαν β. ἐς πᾶσαν πόλιν αὐτόθι 642, πρβλ. 637· διὰ δὲ πόλεας ἔρχεται βάξις Εὐρ. Ἑλ. 223· ὀξεῖα γάρ σου βάξις ...διῆλθ’ Ἀχαιοὺς, φήμη περὶ σοῦ, Σοφ. Αἴ. 998· ἁλώσιμος β., ἀγγελία τῆς ἁλώσεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 10· θανόντος β. ἀνδρὸς Εὐρ. Ἑλ. 350· οὕτω, την τ’ ἀμφὶ Θησέως β. ὁ αὐτ. Ἱκ. 642. II. φωνή, ἦχος, Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 989. 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 réponse d’oracle;
2 bruit, rumeur ; réputation, renom.
Étymologie: R. Βαγ, parler ; cf. βάζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. sg. βάξιος Mimn.9.2]
1 dicho, palabra ἀργαλέη Mimn.9.2, εὐηκής Emp.B 112.11, πικρά E.Med.1374
•esp. respuesta de un oráculo, vaticinio ἐναργὴς β. ἦλθεν Ἰνάχῳ A.Pr.663, εἰ δὲ θεσφάτων ἐγὼ βάξιν κατῄδη τῶνδε S.Tr.87, Γλαύκοιό τε βάξιν πέφραδε A.R.2.767.
2 rumor, noticia ἁλώσιμόν τε βάξιν el anuncio de la conquista A.A.10, ματαία S.El.642, σοῦ βάξις un rumor referente a ti S.Ai.998, ἡ ἀμφὶ Θησέως βάξις E.Supp.642, διὰ δὲ πόλεας ἔρχεται βάξις E.Hel.224, θανόντος ... βάξις ... ἀνδρός E.Hel.351, ἀνεμώλιος Opp.C.3.57
•fama, renombre ἐπ' ἀνθρώπους βάξις ἔχει χαλεπἡ Mimn.9.1, θεῶν δ' ἐποπίζεο μῆνιν βάξιν τ' ἀνθρώπων Thgn.1298, βάξιν ἀλγεινὴν λαβεῖν S.Ai.494, βάξιν καλὴν λαβόντε S.El.1006.
Greek Monolingual
βάξις, η (Α) βάζω (II)]
1. λόγος, χρησμός
2. αγγελία, φήμη.
Greek Monotonic
βάξις: -εως, ἡ (βάζω),
1. λόγος, ρήση, χρησμός του μαντείου, όπως φήμη, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. αναφορά, φήμη, αγγελία, σε Θέογν., Σοφ., Ευρ.· ἁλώσιμος βάξις, αγγελία της αλώσεως, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βάξις: εως ἡ
1) вещее слово, прорицание Aesch., Soph.;
2) толки, слух, молва Trag.
Middle Liddell
βάζω
1. a saying, esp. an oracular saying, like φήμη, Aesch., Soph.
2. a report, rumour, Theogn., Soph., Eur.; ἁλώσιμος β. tidings of the capture, Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάξις -εως, ἡ βάζω
1. uitspraak :. ἐναργὴς β. een duidelijke orakelspreuk Aeschl. PV 663; κεκρυμμένην μου β. mijn verhulde gebed Soph. El. 638.
2. bericht, gerucht :. ἁλώσιμον... β. het bericht van de inname (van Troje) Aeschl. Ag. 10; πόλιν διήκει θοὰ β. een snel gerucht doet de ronde door de stad Aeschl. Ag. 477.
3. reputatie :. β. ἀλγεινὴν λαβεῖν een kwetsende naam krijgen Soph. Ai. 494.