καταψύχω

From LSJ
Revision as of 11:35, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψύχω Medium diacritics: καταψύχω Low diacritics: καταψύχω Capitals: ΚΑΤΑΨΥΧΩ
Transliteration A: katapsýchō Transliteration B: katapsychō Transliteration C: katapsycho Beta Code: katayu/xw

English (LSJ)

[ῡ],

   A cool, chill, ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arist.Mete.361a2, cf. 368b34; ὁ φόβος καταψύχει Id.PA650b28, cf. Pr.954b13, al.; αἱ ἄτομοι… κατέψυξαν [τὸ σῶμα] Epicur.Fr.60:—Pass., fut. -ψῠγήσομαι Vett.Val. 73.21: pf. -έψυγμαι: aor. -εψύχθην, also -εψύγην [ῠ] Arist.Pr.897a22:—to be chilled, become cold, Hp.Aph.4.40, Arist.HA531b31, etc.; of persons, κατεψυγμένοι, opp. θερμοί, Id.Rh.1389b30.    2 metaph., οὐ -έψυξαν τὴν ὁρμήν did not allow their ardour to cool, J.BJ1.2.7:— Pass., κατέψυκτο τὸ πρακτικόν Plu.Pomp.46, cf.Critodem. in Cat.Cod. Astr.8(1).259, Vett.Val.l.c.    3 cool, refresh, καταψύχει πνοή A. Fr.127.    II dry land after irrigation, PCair.Zen.155 (iii B.C.):— Pass., of a country, χώρα κατεψυγμένη dried or parched up, D.S.1.7, cf. Plu.Pomp.31.    III intr., cool down, of persons, LXX Ge.18.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταψύχω: ῡ: μέλλ. -ξω, λίαν ψυχραίνω, ποιῶ τι κατάψυχρον, παγώνω, ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 14, πρβλ. 2. 8, 43, κ. ἀλλ.· ὁ φόβος καταψύχει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 22, κ. ἀλλ.- Παθ. πρκμ. κατέψυγμαι: ἀόρ. κατεψύχθην καὶ κατεψύγην ῠ Ἀριστ. Προβλ. 10. 54, 4·- ψυχραίνομαι, γίνομαι ψυχρός, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, κατεψυγμένοι, ἀντίθ. τῷ θερμοί, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 13, 7, κ. ἀλλ.· κατέψυκται τὸ πρακτικὸν ἡδονῇ σχολῆς Πλουτ. Πομπ. 46. 2) μεταφ., δροσίζω, ἀναψύχω, καταψύχει πνοὴ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 127b. II. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ χώρας, χώρα κατεψυγμένη, κατάξηρος, Διόδ. 1. 7· ἀθαλλὴς καὶ μεμαραμμένος, ἄδενδρος, ἀντίθετ. χλοερὸς καὶ κατάσκιος τόπος, Πλουτ. Πομπ. 31. ΙΙΙ. ἀμεταβ., καταπραΰνομαι, ἐπὶ κυνός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 169.

French (Bailly abrégé)

souffler sur, d’où
1 refroidir, rafraîchir;
2 sécher, dessécher ; Pass. être desséché en parl. de pays.
Étymologie: κατά, ψύχω.

English (Strong)

from κατά and ψύχω; to cool down (off), i.e. refresh: cool.

English (Thayer)

1st aorist κατεψυξα; to cool off (make) cool: Hippocrates, Aristotle, Theophrastus, Plutarch, others)

Greek Monolingual

(AM καταψύχω)
ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξηὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο της κατάψυξης («κατεψυγμένα προϊόντα»)
β) φρ. «κατεψυγμένες ζώνες» — οι ζώνες της γης που περιλαμβάνουν τις χώρες οι οποίες βρίσκονται και από τις δύο πλευρές τών πολικών κύκλων
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, -η, -ον
α) φθαρτός
β) μαραμένος
αρχ.
1. καταστέλλω, περιορίζω («οὐ κατέψυξαν τὴν ὁρμήν», Ιώσ.)
2. δροσίζω («καταψύχει πνοή», Αισχύλ.)
3. ξεραίνω το έδαφος μετά την άρδευση
4. παθ. (για γη ή χώρα) καταψύχομαι
είμαι κατάξερος ή καμένος («χώρας κατεψυγμένης ἄφνω διάπυρος ὁ ἀὴρ γένηται», Διόδ.)
5. (αμτβ.) δροσίζομαι.

Greek Monotonic

καταψύχω: [ῡ], μέλ. -ξω,
I. ψυχραίνω, καταψύχω, παγώνω, σε Αριστ. — Παθ., παρακ. κατέψυγμαι, αόρ. αʹ κατεψύχθην και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.
II. Παθ., λέγεται για χώρα, είμαι κατάξηρος ή άνυδρος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταψύχω: (ῡ) (aor. pass. κατεψύχθην и κατεψύγην)
1) охлаждать (τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arst.);
2) освежать (τὴν γλῶσσάν τινος NT);
3) иссушать (χώρα ἄδενδρος καὶ κατεψυγμένη Plut.);
4) перен. охлаждать, унимать (πῆξαι καὶ καταψύξαι τινά Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ψύχω koelen, afkoelen:; κατεψυγμένοι γάρ εἰσιν (oude mensen) zijn namelijk afgekoeld Aristot. Rh. 1389b30; overdr. bekoelen:. κατέψυκτ o τὸ πρακτικόν zijn energie was bekoeld Plut. Pomp. 46.6. verdorren:. κατεψυγμένη een verdord (land) Plut. Pomp. 31.4.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to cool, chill, Arist.:—Pass., perf. κατέψυγμαι, aor1 κατεψύχθην and 2 κατεψύγην [ῠ]:; — to be chilled, become cold, of persons, Arist., Plut.
II. Pass., of a country, to be dried or parched up, Plut.