μεθεκτικός

From LSJ
Revision as of 06:47, 12 August 2019 by Spiros (talk | contribs)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθεκτικός Medium diacritics: μεθεκτικός Low diacritics: μεθεκτικός Capitals: ΜΕΘΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: methektikós Transliteration B: methektikos Transliteration C: methektikos Beta Code: meqektiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A participating in, τῶν εἰδῶν Arist.GC335b12; τὸ μεθεκτικόν, participation, the participant, Id.Ph.209b35.

German (Pape)

[Seite 111] ή, όν, Theil habend, Theil nehmend, zur Theilnahme geneigt, Arist. phys. 4, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεθεκτικός: -ή, -όν, μετέχων τινός, τῶν εἰδῶν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 9, 5· τὸ μεθεκτικόν, τὸ μετέχειν, ἡ μετοχὴ ἔν τινι, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 3, 7· ἴδε μέθεξις ΙΙ.

Greek Monolingual

μεθεκτικός, -ή, -όν (ΑM) μεθεκτός
αυτός που μετέχει σε κάτι, ο μέτοχος ή ο κατάλληλος ή ικανός να μετέχει σε κάτι
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεθεκτικόν
το να μετέχει κάποιος σε κάτι, η συμμετοχή («διὰ τὶ οὐκ ἐν τόπῳ τὰ εἴδη, εἴπερ μεθεκτικὸν ὁ τόπος;», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

μεθεκτικός: участвующий, имеющий долю участия (τινος Arst.).