δημωφελής
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
ές,
A of public use, λόγοι Pl.Phdr.227d; πολιτεύματα Plu.2.784d; δ. τι πραχθέν D.C.72.7, cf. Luc.Bis Acc.11; τὸ δ. the common good, Hdn. 2.3.8: Sup. τὸ -έστατον Ph.2.177. 2 of persons, Democr.282, Phld.Rh.2.02 S.; ἡγεμών Plu.Sull.30. 3 Adv. -λῶς CIG4415b (Iotapata), IPE12.39.36 (Olbia), IGRom.4.860 (Laodicea ad Lycum): Sup. -έστατα D.C.56.37.
German (Pape)
[Seite 565] ές, dem Volke nützlich; gemeinnützig; λόγοι, Plat. Phaedr. 227 e; – ἡγεμών, Plut. Sull. 30; auch a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δημωφελής: -ές, ὁ πρὸς δημοσίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, λόγοι Πλάτ. Φαίδρ. 227Ε· ἡγεμὼν Πλούτ. Σύλλ. 30· τὸ δ., τὸ κοινὸν καλόν, τὸ κοινὸν συμφέρον, Ἡρῳδιαν. 2. 3.‒ Ἐπίρρ. -λῶς Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
utile au peuple.
Étymologie: δῆμος, ὄφελος.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [ac. sg. no contr. δημωφελέα Democr.B 282]
I 1de pers. útil a la sociedad, al pueblo de los gramáticos, Phld.Rh.2.92, ἡγεμών Plu.Sull.30, cf. Hsch.
2 de cosas y abstr. de utilidad pública, de interés general χρημάτων χρῆσις ξὺν νόῳ μὲν χρήσιμον εἰς τὸ ἐλευθέριον εἶναι καὶ δημωφελέα Democr.B 282, οἱ λόγοι Pl.Phdr.227d, δημωφελέστερα γενέσθαι πολιτεύματα Plu.2.784d, τὸ σύγγραμμα Str.1.1.22, ἔστι δέ τι καὶ δημωφελὲς ὑπ' αὐτοῦ πραχθέν D.C.72.7.4
•subst. τὸ δ. el bien común Hdn.2.3.8, sup. ἐπὶ συγχύσει τοῦ κρατίστου καὶ δημωφελεστάτου Ph.2.177
•neutr. plu. sup. como adv. δημωφελέστατα de forma que se obtuviese la mayor utilidad pública φρονιμώτατα καὶ δημωφελέστατα αὐτοὺς διέθηκεν D.C.56.37.2.
II adv. -ῶς de manera provechosa para el pueblo en inscr. honoríf. ζήσαντα καλῶς καὶ δ. IPE 12.39.36 (Olbia II d.C.), cf. SEG 35.1407 (Pisidia II/III d.C.), στρατηγήσαντα τῆς πόλεως δ. Laodicée p.265.4 (I d.C.), πρυτανεύσαντα δ. JRCil.152 (Jotapa), cf. CIG 4415b.4 (Jotapa), MAMA 7.11.6 (Laodicea Combusta).
Greek Monolingual
-ές (AM δημωφελής, -ές)
αυτός που είναι ωφέλιμος στον λαό, ο εθνωφελής, ο κοινωφελής («δημωφελή έργα»)
αρχ.
1. αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, φιλάνθρωπος, φιλόλαος
2. το ουδ. ως ουσ. το δημωφελές
το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ωφελής < όφελος (το) (πρβλ. και ανωφελής, κοινωφελής, οικωφελής)].
Greek Monotonic
δημωφελής: -ές (ὄφελος), κοινός στη χρήση, κοινόχρηστος, κοινωφελής, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δημωφελής: приносящий пользу народу, полезный для общества (λόγοι Plat.; ἡγεμών Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημωφελής -ές [δῆμος, ὄφελος] nuttig voor het volk, van algemeen belang.