могучий
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Russian > Greek
γεννικός, μεγαλαλκής, πολυσθενής, πρίνινος, βία, βίη, ἀδινός, σῶκος, ἀγασθενής, εὐρυβίας, εὐρυβίης, μεγαλοσθενής, ὄβριμος, κρατύς, ἰσχυρός, ἐρισθενής, ὑπερμενής, κραταιός, κρατησιβίας, δεξιόσειρος, γυιόχαλκος, εὐρύνωτος, δυνατός, δυναμικός, καρτερός, μαλερός, ἀλκήεις, ἀλκάεις, ἀλκᾶς, σθεναρός, ἴφθιμος, κρατερόφρων, αἰνοβίης