ὀνειροπόλος
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A interpreter of dreams, Il.1.63,5.149, Hdt.1.128,5.56, Ph.1.664. II Adj. of or belonging to dreams, Orph.A.35,601.
German (Pape)
[Seite 346] der sich mit Träumen beschäftigt, bes. um die Zukunft daraus vorherzusagen, der Traumdeuter; Il. 1, 63; γέρων, 5, 149; nach Schol. zur ersteren Stelle aber genauer der, welcher die Träume hat.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειροπόλος: ὁ, (πολέω) ὁ ἀσχολούμενος εἰς ὀνείρους, ὁ ὀνειρευόμενος, ἢ ὁ ἑρμηνεύων ὀνείρους, Ἰλ. Α. 63, Ε. 149, Ἡρόδ. 1. 128., 5. 56. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς ὀνείρους, Ὀρφ. Ἀργ. 35. 599.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne l’interprétation des songes : ὁ ὀνειροπόλος l’interprète des songes.
Étymologie: ὄνειρος, πολέω.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὀνειροπόλος, -ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος
αρχ.
1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών ονείρων, ονειροκρίτης
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτι-πόλος.
Greek Monotonic
ὀνειροπόλος: ὁ (πολέω), κάποιος που ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρα, ονειροπόλος, αιθεροβάμων ή ερμηνευτής ονείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνειροπόλος: ὁ снотолкователь Hom., Her.
Middle Liddell
ὀνειρο-πόλος, ὁ, πολέω
one occupied with dreams, a dreamer, or an interpreter of dreams, Il., Hdt.