ὀμφαλόεις
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
εσσα, εν,
A having a navel or having aboss, ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης of the shield with a central boss, Il.6.118, Tyrt.12.25, cf.Ar.Pax1274 ; ζυγὸν ὀμφαλόεν yoke with a knob on the top, Il.24.269, cf. ὀμφαλός 11.2 ; οἰμωγὰς ὀμφαλοέσσας Ar.Pax1278 (by comic transference from ἀσπίδας ὀ. ib. 1274) ; συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν, prob. referring to a peculiar kind of fig (called ὀμφάλειος by Phot.), Nic.Al.348 ; ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν, because pointing to the pole (ὀμφαλός) of the heavens, ib.7.
German (Pape)
[Seite 343] εσσα, εν, mit einem Nabel versehen, genabelt; ἀσπὶς ὀμφαλόεσσα, der Schild, der in der Mitte einen nabelförmigen, nabelrunden Buckel hat, Il. oft, in der Od. 19, 32; Ar. Pax 1240, wo 1244 komisch οἰμωγὰς ᾄδων ὀμφαλοέσσας verbunden ist; eben so ζυγὸν ὀμ φαλόεν, das in der Mitte mit einer buckelförmigen Erhöhung verschene Joch, Il. 24, 269; einzeln bei sp. D., wie Nic. Al. 7 das Gestirn des Bären ἄρκτος ὀμφαλόεσσα nennt, vielleicht weil es am Pol steht.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰλόεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων ὀμφαλὸν ἢ στρογγύλον κόσμημα, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.)· ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης, ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τῆς ἐχούσης ἐν τῷ κέντρῳ ὀμφαλὸν ἢ στρογγύλον τι κόσμημα, Ἰλ. Ζ. 118, κτλ.· ζυγὸν ὀμφάλεον, ἔχον ὀμφαλὸν ἢ κόμβον ἐν τῷ μέσῳ, Ω. 269 ἴδε ὀμφαλὸς ΙΙ· - οἰμωγὰς ὀμφαλοέσσας (ἀστεϊσμὸς παρὰ προσδοκίαν) Ἀριστοφ. Εἰρ. 1278· - σύκων πόσιν ὀμφαλόεσσαν, ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 7, πιθαν. ἀναφερόμενον εἰς εἶδός τι σύκου ὅπερ καλεῖται ὀμφάλειος παρὰ Φωτίῳ.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
relevé ou bombé dans son milieu comme un nombril.
Étymologie: ὀμφαλός.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: furnished with an ὀμφαλός or ὀμφαλοί, bossy, studded, epith. of shield, yoke. (Il.)
Greek Monolingual
ὀμφαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — αστεϊσμός του Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»
3. φρ. «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα είδος σύκου, που ονομαζόταν ὀμφάλειος, Νίκ.
3. φρ. «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — χαρακτηρισμός της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο αστερισμός κατευθύνεται προς τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. προς τον πόλο, προς τον πολικό αστέρα, (Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -όεις (πρβλ. θανατ-όεις, ιμερ-όεις)].
Greek Monotonic
ὀμφᾰλόεις: -εσσα, -εν, αυτός που έχει αφαλό ή στρογγυλό κόσμημα, ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης, λέγεται για ασπίδα που στο κέντρο της είναι κυρτή, σε Ομήρ. Ιλ.· ζυγὸν ὀμφαλόεν, ζυγός βοδιών ή αλόγων που στο μέσο του έχει μικρό στρογγυλό κοίλωμα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀμφᾰλόεις: όεσσα, όεν снабженный в середине острым выступом, шишковатый (ἀσπίς Hom.); снабженный посредине стержнем (ζυγόν Hom.): οἰμωγαὶ ὀμφαλόεσσαι шутл. Arph. шишковатые завывания (т. е. гомеровские песни, о бряцающих ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι).
Middle Liddell
ὀμφᾰλόεις, εσσα, εν
having a navel or boss, ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης of the shield with a central boss, Il.; ζυγὸν ὀμφαλόεν a yoke with a knob on the top, Il.