γλυκυθυμία

From LSJ
Revision as of 14:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκυθῡμία Medium diacritics: γλυκυθυμία Low diacritics: γλυκυθυμία Capitals: ΓΛΥΚΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: glykythymía Transliteration B: glykythymia Transliteration C: glykythymia Beta Code: glukuqumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A sweetness of mind, γ. πρὸς τὰς ἡδονάς readiness to indulge... opp. τὸ καρτερεῖν, Pl.Lg.635c, cf. Plu.2.476d.    II kindly disposition, Id.Them.10, Id.2.970b; πρός τινα Sammelb.4630.8 (ii A. D.).    III pleasantness, Iamb.Myst.5.11.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτης πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, ἑτοιμότηςπροθυμία τοῦ νὰ παραδοθῇ τις … , ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ διάθεσις, ἀγαθότης ψυχῆς, εὐμένεια, Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
douceur de caractère, bienveillance.
Étymologie: γλυκύθυμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 complacencia πρὸς τὰς ἡδονάς op. καρτερεῖν Pl.Lg.635c, πρὸς τὸ ἥδιστον ... ἀναχωροῦσα Plu.2.476d
voluptuosidad op. ἄλγυνσις Olymp.in Grg.46.9, 47.7, 50.2
placer producido por sensaciones acústicas y ópticas, Aristid.Quint.59.11.
2 suavidad de carácter Plu.Them.10, 2.970b
afecto, cariño πρὸς τὸν ἀδελφόν PBremen.p.130.8 (II d.C.).
3 agradable dulzura ὕλης Iambl.Myst.5.11.

Greek Monolingual

η (AM γλυκυθυμία) γλυκύθυμος
η ροπή της ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά
αρχ.
η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια.

Greek Monotonic

γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτητα πνεύματος· καλοσύνη, φιλανθρωπία, αγαθή διάθεση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γλυκυθῡμία:
1) добродушие, кротость, мягкость, ласковость, благожелательность Plut.;
2) податливость; несдержанность, невоздержанность (πρὸς τὰς ἡδονάς Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυκυθυμία -ας, ἡ γλυκύθυμος
1. zachtaardigheid.
2. aanhankelijkheid.

Middle Liddell


sweetness of mind: benevolence, Plut.