κατέδω

From LSJ
Revision as of 15:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέδω Medium diacritics: κατέδω Low diacritics: κατέδω Capitals: ΚΑΤΕΔΩ
Transliteration A: katédō Transliteration B: katedō Transliteration C: katedo Beta Code: kate/dw

English (LSJ)

Homeric pres.,

   A = κατεσθίω, eat up, devour, μυίας αἵ ῥά τε φῶτας… κατέδουσιν Il.19.31; εὐλαὶ… φῶτας ἀρηϊφάτους κ. 24.415: metaph., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κ., eat up house, goods, etc., Od.2.237, 19.159, 534; ὃν θυμὸν κατέδων eating one's heart for grief, Il.6.202:— later in Pass… ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Arist.Fr.145.—For fut. κατέδομαι and other tenses, v. κατεσθίω.

German (Pape)

[Seite 1394] (s. ἔδω), ep. = κατεσθίω; μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας κατέδουσιν Il. 19, 31; von Würmern, 24, 415; βίοτον, Hab u. Gut aufzehren, Od. 19, 159; κτῆσιν 534; οἶκον 2, 237; übertr. von den Traurigen, ὃν θυμὸν κατέδων, sein Herz in Gram verzehrend, Il. 6, 202. – Κατέδομαι ist fut. zu κατεσθίω, w, m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κατέδω: Ὁμ. ἐνεστ. = κατεσθίω, κατατρώγω, καταβροχθίζω, μυίας αἳ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν Ἰλ. Τ. 31· οὕτως ἐπὶ τῶν σκωλήκων, Ω. 415· μεταφορ., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κατέδειν, κατατρώγω οἶκον, περιουσίαν, ἐμπορεύματα, κτλ., Ὀδ. Β. 237., Τ. 159, 534· ὡσαύτως, ὃν θυμόν κατέδων, κατατρώγων τὴν καρδίαν του ἐκ τῆς λύπης, θλίψεως, Ἰλ. Ζ. 202 (πρβλ. καταθυμοβορῶ)·- Παθ., ὡσαύτως, παρὰ μεταγεν. Ἀττ., ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 140· ἡ ἄμπελος ὑπὸ τῶν κτηνῶν κατέδεται Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 7. - Περὶ τοῦ μέλλ. κατέδομαι καὶ ἄλλων χρόνων, ἴδε ἐν λ. κατεσθίω.

French (Bailly abrégé)

f. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα, épq. κατέδηδα, ao. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι;
dévorer, manger, ronger ; fig. manger (son bien, ses ressources) ; au sens mor. ὃν θυμὸν κατέδων IL rongeant son cœur de chagrin.
Étymologie: κατά, ἔδω.

English (Autenrieth)

fut. κατέδονται: eat up, devour; fig., οἶκον, θῦμόν, β 23, Il. 6.202.

Greek Monolingual

κατέδω (Α)
1. κατατρώγω, καταβροχθίζω («μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας... κατέδουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. φθείρω, καταστρέφω (α. «κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος», Ομ. Οδ.
β. «ὃν θυμὸν κατέδων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔδω «τρώγω»].

Greek Monotonic

κατέδω: Επικ. ενεστ. κατεσθίω, τρώω, καταβροχθίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., οἶκον, κτῆσιν κατέδειν, «κατατρώω» το σπίτι (ως περιουσία), τα αγαθά, σε Ομήρ. Οδ.· ὃν θυμὸν κατέδων, κατατρώγοντας την καρδιά κάποιου από θλίψη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κατέδω: эп. κατεσθίω (fut. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pass.: aor. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι)
1) съедать, пожирать (φῶτας Ἀρηϊφάτοος Hom.; σὰρξ κατεδηδεσμένη Plut.);
2) проедать, истреблять (οἶκον, κτῆσιν Hom.);
3) перен. снедать, глодать, терзать: ὃν θυμὸν κατέδων Hom. терзаясь душой.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατέδω zie κατεσθίω.

Middle Liddell

[epic pres., = κατεσθίω
to eat up, devour, Il.; metaph., οἶκον, κτῆσιν κατέδειν to eat up house, goods, Od.; ὃν θυμὸν κατέδων eating one's heart for grief, Il.