κελάδω
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
Ep. form of κελαδέω, used in part. only,
A sounding, πὰρ ποταμὸν κελάδοντα Il.18.576, cf. B.8.65, Posidipp. ap. Tz.H.7.661; πλῆτο ῥόος κ. Il.21.16, cf. Theoc.17.92; Ζέφυρον κελάδοντ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον Od.2.421; πόντον κ. Ar.Nu.284 (anap.); Βορέης κ. Q.S.8.243.
German (Pape)
[Seite 1414] = κελαδέω; nur im partic. κελάδων, οντος, rauschend, brausend; vom Meer u. Fluß, πόντος, ῥόος, Il. 18, 576; vom Winde, Od. 2, 421; so auch sp. D., wie Coluth. 6. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
κελάδω: Ἐπικ. τύπος τοῦ κελαδέω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., ἠχῶν, πὰρ ποταμὸν κελάδοντα Ἰλ. Σ. 576· πλῆτο ῥόος κελάδων Φ. 16, πρβλ. Θεόκρ. 17. 92· Ζέφυρον κελάδοντ’ ἐπὶ οἴνοπα πόντον Ὀδ. Β. 421· κελάδοντα Ἀριστοφ. Νεφ. 284.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. κελαδέω.
Greek Monolingual
κελάδω (Α)
επικ. τ. του κελαδώ.
Greek Monotonic
κελάδω: Επικ. τύπος του κελαδέω, χρησιμ. μόνο στη μτχ., θορυβώδης, βρυχώμενος, σε Όμηρ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κελάδω: (ᾰ) (только part. praes.) (= κελαδέω) шуметь (ποταμὸς κελάδων Hom.; πόντος κελάδων Arph.): Ζέφυρος κελάδων ἐπὶ πόντον Hom. Зефир, гудящий над морем.
Middle Liddell
κελάδω, [epic form of κελαδέω [used in part. only
sounding, roaring, Hom., Theocr.