παρεξάγω

From LSJ
Revision as of 18:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεξάγω Medium diacritics: παρεξάγω Low diacritics: παρεξάγω Capitals: ΠΑΡΕΞΑΓΩ
Transliteration A: parexágō Transliteration B: parexagō Transliteration C: pareksago Beta Code: pareca/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A lead past, c. acc. loci, v.l. in Hdt.4.158.    II mislead, παρὲκ Ζηνὸς νόον ἤγαγε h.Ven.36, so perh. in Il.10.391 ; v. παρέκ A. 11.1.

German (Pape)

[Seite 516] (ἄγω), daneben herausführen, daran vorbeiführen, verführen; als tmesis rechnen Einige hierher παρὲκ νόον ἤγαγεν, Il. 10, 391. – Bei Her. v. l. für παράγειν, 4, 158. – Bei Sp. auch intrans., dem Feinde mit Heeresmacht entgegengehen.

Greek (Liddell-Scott)

παρεξάγω: ἄγω ἢ ὁδηγῶ παρά τι ἢ πέραν αὐτοῦ, μετ’ αἰτ. τόπου, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 4, 158 ἀντὶ παράγω· παροδηγῶ, παραπλανῶ, εἰς ὃ ἀναφέρεται ἡ Ὁμηρικὴ φράσις: παρὲκ νόον ἀγαγεῖν Ἰλ. Κ. 391, Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 36· ἴδε παρὲκ Β. 2) ὑπερέχω, ἐξέχω, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 372C.

French (Bailly abrégé)

conduire à travers.
Étymologie: παρά, ἐξάγω.

Greek Monolingual

ΜΑ εξάγω
1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι
2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ' ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.)
4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῦ Λευὶ τῷ τῆς ἱερωσύνης τιμήματι τὸν Ἰούδαν παρεξάγοντος», Ευστ.).

Russian (Dvoretsky)

παρεξάγω: (ξᾰ) вводить в соблазн, обольщать (νόον τινί Hom. - in tmesi).