πικρότης
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A pungency, of taste, bitterness, Hp.Acut.23, VM 19, Pl.Tht.159e, Ti.83b : in pl., ib.82e. II metaph., bitterness, harshness, cruelty, τὴν [Ἀστυάγεος] π. Hdt.1.130 ; γλώσσῃ π. ἔνεστί τις E.El.1014 : pl., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Isoc.15.300.
German (Pape)
[Seite 615] ητος, ἡ, 1) Bitterkeit, Plat. Tim. 83 b Theaet. 159 e. – 2) übtr., Herbigkeit, Strenge des Charakters; Her. 1, 130; Eur. El. 1014; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πικρότης: -ητος, ἡ, δριμύτης, πικρία, πικράδα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. Θεαίτ. 159Ε, Τίμ. 83Β ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 82Ε. ΙΙ. μεταφορ., πικρία, τραχύτης, σκληρότης, ἡ τοῦ βασιλέος π. Ἡρόδ. 1. 130· γλώσσῃ π. ἔνεστί τις Εὐρ. Ἠλ. 1014· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 321.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
amertume, goût amer ; fig. dureté, cruauté.
Étymologie: πικρός.
Greek Monotonic
πικρότης: -ητος, ἡ,
I. πικροτητα στη γεύση, λέγεται για την αίσθηση της γεύσης, σε Πλάτ.
III. μεταφ., δριμύτητα, σκληρότητα, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πικρότης: ητος ἡ
1) горький вкус, горечь Plat.;
2) резкость, жестокость, суровость (τῆς βασιλέος Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πικρότης -ητος, ἡ [πικρός] bitterheid, bittere smaak; overdr. verbittering:. γλώσσῃ πικρότης ἔνεστί τις aan haar woorden kleeft een bittere klank Eur. El. 1014. wreedheid. Hdt. 1.130.1.
Middle Liddell
πικρότης, ητος, ἡ, [from πικρός
I. pungency, bitterness, of taste, Plat.
II. metaph. bitterness, cruelty, Hdt., Eur.