περιστατικός
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ή, όν,
A of or in critical circumstances, τὰ π. πράγματα, = περιστάσεις, critical circumstances, Plu.2.169c, cf. Heliod. in EN103.17 ; π. ἐνοχλήσεις Alex.Aphr. in Top.255.26. 2 dependent on circumstances, καθήκοντα Stoic.3.135 ; ἐνέργειαι Plot.1.4.13 ; precarious, διαγωγὴ τοῦ βίου Max.Tyr.36.4. Adv. -κῶς according to circumstances, ἐνεργεῖν Plot.1.2.7. 3 circumstantial, accidental, extraneous, κακά Hierocl.in CA11p.439M. 4 Rhet., concerned with the circumstances of a case, προοίμια Corn.Rh.p.354 H.; μόρια Men.Rh.p.366 S.; τὰ ὑποκείμενα τῷ διαλόγῳ π. Procl.in Prm.p.482 S. 5 full of business, βίος Gal.6.403 (cj.), 15.177.
German (Pape)
[Seite 593] ή, όν, den Umstand, die Umstände betreffend, περιστατικὰ πράγματα, = περιστάσεις, Plut. de superst. 8. – Aber οἱ περιστατικοί, bei Galen., = geschäftige Menschen.
Greek (Liddell-Scott)
περιστᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἐν κρισίμοις καιροῖς, τὰ π. πράγματα, = αἱ κρίσιμοι περιστάσεις, Πλούτ. 2. 169D, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 572. 838, κτλ.· πρβλ. περίστασις ΙΙ. 2) πλήρης ἀσχολίας, πολυάσχολος, βίος Γαλην.· Ἐπίρρ. -κῶς ζῆν, ἀθλίως, ταλαιπώρως, Ὠριγέν. τ. 2, σ. 464D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les circonstances : τὰ περιστατικὰ πράγματα PLUT les circonstances.
Étymologie: περιΐστημι.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περίστασις
το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν)
α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να το περιμένει κανείς, συμβάν
β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο έκτακτος («περιστατικός φανός» — ναυτικός φανός σημάνσεως που ανάβει σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις
2. φρ. «έκτακτα περιστατικά»
ιατρ. οι περιπτώσεις τών ασθενών που εισάγονται στα νοσοκομεία ή αντιμετωπίζονται κατ' οίκον πέρα από τον συνήθη μέσο όρο, λόγω εξαιρετικών συνθηκών, όπως είναι η υπέρμετρη αύξηση τών ρύπων του «νέφους», η αύξηση τών αυτοκινητικών ατυχημάτων σε περιόδους εντατικής οδικής κυκλοφορίας κ.ά.
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις («ἐν τοῑς ἀβουλήτοις καὶ περιστατικοῑς λεγομένοις πράγμασι», Πλούτ.)
2. αυτός που εξαρτάται ή επιβάλλεται από τις περιστάσεις («περιστατικαὶ ἐνέργειαι», Πλωτ.)
3. αβέβαιος, αμφίβολος, επισφαλής
4. απροσδόκητος
5. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις περιστάσεις μιας δίκης
6. πολύ απασχολημένος, πολυάσχολος
7. έμμονος, επίμονος
8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιστατικά
(ρητ.) οι περιστάσεις
9. φρ. α) «περιστατικὸς πῆχυς» — ο περισταλτικός πήχυς
β) (στον Πλούτ.) «τὰ περιστατικὰ πράγματα» — οι κρίσιμες περιστάσεις.
επίρρ...
περιστατικώς / περιστατικῶς ΝΜΑ
σύμφωνα με τις περιστάσεις
νεοελλ.
κατά περίσταση
αρχ.
κατά τρόπο δυστυχή, με δεινά και ταλαιπωρίες («ζῆν περιστατικῶς», Ωριγ.).
Russian (Dvoretsky)
περιστᾰτικός:
1) случайный, непредвиденный (πράγματα καὶ καιροί Plut.);
2) особый, чрезвычайный Diog. L.