Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύχωρος

From LSJ
Revision as of 19:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχωρος Medium diacritics: πολύχωρος Low diacritics: πολύχωρος Capitals: ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ
Transliteration A: polýchōros Transliteration B: polychōros Transliteration C: polychoros Beta Code: polu/xwros

English (LSJ)

ον

   A spacious, extensive, Ἅιδης Luc.Luct.2: Sup., Gal.UP8.11.    II π. ἀριθμοί large, 'round' numbers, Vett. Val.274.27.    III divided into many squares or compartments, Puchstein Epigr.Gr.p.9.

German (Pape)

[Seite 677] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχωρος: -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, εὐρύχωρος, Ἅιδης Λουκ. περὶ Πένθους 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
très vaste.
Étymologie: πολύς, χώρα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχωρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά
2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος
3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματα
μσν.-αρχ.
(σχετικά με το πνεύμα) αυτός που είναι ευρύς («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
φρ. «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως προς την τάξη αριθμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος)].

Greek Monotonic

πολύχωρος: -ον, ευρύχωρος, εκτενής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πολύχωρος: весьма протяженный, обширный (Ἃιδης Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.

Middle Liddell

πολύ-χωρος, ον,
spacious, extensive, Luc.