προϋπολαμβάνω

From LSJ
Revision as of 10:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋπολαμβάνω Medium diacritics: προϋπολαμβάνω Low diacritics: προϋπολαμβάνω Capitals: ΠΡΟΫΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: proüpolambánō Transliteration B: proupolambanō Transliteration C: proypolamvano Beta Code: prou+polamba/nw

English (LSJ)

   A assume beforehand, Arist.APo.71a12; ἀλόγως π. make an improbable presumption, Id.Po.1461b1.    2 hold an opinion previously, Id.Rh. 1395b6.

German (Pape)

[Seite 795] (s. λαμβάνω), vorher annehmen, glauben, Arist. an. post. 1, 1 rhet. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

προϋπολαμβάνω: ὑπολαμβάνω, νομίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 1, 3, Ρητ. 2. 21, 16· ἀλόγως πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 25. 24.

French (Bailly abrégé)

supposer auparavant, présumer.
Étymologie: πρό, ὑπολαμβάνω.

Greek Monolingual

Α ὑπολαμβάνω
1. παραδέχομαι, αποδέχομαι προηγουμένως κάτι
2. σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων.

Greek Monotonic

προϋπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, νομίζω εκ των προτέρων, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

προϋπολαμβάνω: заранее принимать, предполагать (τι Arst.): ἀλόγως π. Arst. делать неосновательные предположения.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ϋπολαμβάνω vooronderstellen:. ἔνιοι ἀλόγως προϋπολαμβάνουσί τι sommige mensen gaan uit van een onlogische vooronderstelling Aristot. Poët. 1461b1.