ἡμερολόγιον

From LSJ
Revision as of 16:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερολόγιον Medium diacritics: ἡμερολόγιον Low diacritics: ημερολόγιον Capitals: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Transliteration A: hēmerológion Transliteration B: hēmerologion Transliteration C: imerologion Beta Code: h(merolo/gion

English (LSJ)

τό,

   A calendar, Plu. Caes.59 (v.l. -λογεῖον):—also ἡμερο-λογικά, τά, Ptol.Phas.p.11 H.    II -λόγιον, τό,= μέρος τι τῶν περὶ τὴν κύστιν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1166] τό, Tageberechnung, Kalender, Plut. Caes. 59, v. l. ἡμερολογεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολόγιον: τό, βιβλίον ἐν ᾧ ἀναγράφονται αἱ ἡμέραι, «καλανδάρι», Πλούτ. Καίσ. 59 (διάφ. γραφὴ -λογεῖονὡσαύτως ἡμερο-λογικά, τά, Πτολεμ. ἐν Fabric. B. Gr. 2. 431.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
calendrier.
Étymologie: cf. ἡμερολεγδόν, ἡμερολογέω.

Greek Monotonic

ἡμερολόγιον: τό (λέγω), το βιβλίο στο οποίο αναγράφονται οι ημέρες, καταγράφεται η κάθε ημέρα ξεχωριστά, το ημερολόγιο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερολόγιον: v. l. ἡμερολογεῖον τό календарь Plut.

Middle Liddell

ἡμερο-λόγιον, ου, τό, λέγω
a calendar, Plut.