παράληρος

From LSJ
Revision as of 19:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράληρος Medium diacritics: παράληρος Low diacritics: παράληρος Capitals: ΠΑΡΑΛΗΡΟΣ
Transliteration A: parálēros Transliteration B: paralēros Transliteration C: paraliros Beta Code: para/lhros

English (LSJ)

ον,

   A raving, delirious, ib.1.2, Ph.1.387, etc.    II as Subst., = παραλήρησις, Hp.Epid.3.17.ζ, Suid. s.v. λῆρος.

German (Pape)

[Seite 487] albern redend, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παράληρος: -ον, ὁ ἀνοήτως λαλῶν, ἄφρων, παραλαλῶν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 940, Φίλων 1. 387, κλ. ΙΙ ὡς οὐσιαστ., = παραλήρησις, Ἱππ. 1103Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. λῆρος, «ἡ ἐπιτεταμένη βλάβη τοῦ νοῦ παραφροσύνη λέγεται, ἡ δὲ μέση λῆρος, ἡ δὲ ὑφειμένη παράληρος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui déraisonne, qui radote;
2 t. médic. qui délire ; τὸ παράληρον le délire.
Étymologie: παραληρέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. παράφρονας, μανιακός, τρελός
2. το θηλ. ως ουσ.παράληρος
παραφροσύνη, τρέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. παραληρώ].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράληρος -ον [παραληρέω] ijlend.