ἄπλατος
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
Dor.and Trag.for Ep. ἄπλητος (q.v.), ον, (πελάζω)
A unapproachable, always with a notion of terrible, monstrous, Hes.Op.148, Th.151; ἄ. πῦρ Pi.P.1.21 (whence it must be restored for ἀπλήστου in A.Pr.373); ὀφίων κεφαλαί, Τυφών, Pi.P.12.9,Fr.93; Ἔχιδνα B.5.62, cf. 12.51; θρέμμα S.Tr.1093; αἶσα Id.Aj.256 (lyr.); ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην Id.Fr.387.—In many places ἄπλαστος is a v.l., Id.Aj.256, E.Med.151 (lyr.); cf. ἄπληστος. 2 = ἄπλετος, κυψέλη Com.Adesp.620; ἄπλατοι ὅσοι Phld.Rh.1.3S., al.; γάλα Diog.Oen. 39, cf. Epicur.Nat.11.154.14, Phld.Oec.p.41 J., Porph.Abst.1.55; cf. ἄπλητος.
German (Pape)
[Seite 292] ion. ἄπλητος (πελάζω, ἀπέλατος), unnahbar, furchtbar, schrecklich, so daß man nicht nahe zu kommen wagt, ἰσχύς Hes. Th. 153; πῦρ Pind. P. 1, 21; ὀφίων κεφαλαί 12, 9; ἄπλατον θρέμμα, heißt der Nemeische Löwe, Soph. Tr. 1083; αἶσα Ai. 249; vgl. Buttm. Gramm. II p. 208 u. ἄπλετος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλᾱτος: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. ἄπλητος, ον, (πλησίον, πρβλ. τειχεσιπλήτης), ἀπέλαστος, ἀπροσπέλαστος, ὅν οὐδεὶς δύναται νὰ πλησιάσῃ, ἀλλ’ ἀείποτε μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ καὶ τερατώδους, σχεδὸν ὅμοιον τῷ ἄαπτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 147, Θ. 151· ἄπλ. πῦρ Πινδ. Π. 1. 40 (ὁπόθεν πρέπει νὰ διορθωθῇ ἀντὶ τοῦ ἀπλήστου ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 371)· ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς Πινδ. Π. 12. 15, ἄπλατον… Τυφῶν’ Ἀποσπ. 93· θρέμμα Σοφ. Τρ. 1093· αἶσα ὁ αὐτ. Αἴ. 255· ἄπλατον, ἀξύμβλητόν τ’ ἐξεθρεψάμην ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ― Πολλαχοῦ τὸ ἄπλαστος κεῖται ὡς διάφ. γραφή, πρβλ. Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννον εἰς Μήδ. 149· ἴδε ὡσαύτως καὶ τὴν λέξ. ἄπληστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable ; terrible ; ἄπλατος κοίτα EUR la couche terrible, le tombeau.
Étymologie: ἀ, πελάω.
English (Slater)
ἄπλᾱτος, -ον
1 unapproachable τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (P. 1.21) παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς i. e. the Gorgons' heads (P. 12.9) ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον fr. 93.
Spanish (DGE)
(ἄπλᾱτος) v. 1 ἄπλητος.
Greek Monolingual
ἄπλατος, -ον (Α) πελάζω
1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πλησιάσει κανείς, απλησίαστος
2. φοβερός, τερατώδης, πελώριος.
Greek Monotonic
ἄπλᾱτος: Δωρ. και Αττ. αντί Επικ. ἄ-πλητος, -ον (πελάζω) αντί ἀ-πέλατος, απρόσιτος, απροσπέλαστος ή τερατώδης, φρικαλέος, σε Ησίοδ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπλᾱτος: ион. ἄπλητος 2 πελάω неприступный, страшный (ἄνθρωποι Hes.; πῦρ Pind.; κοίτη Aesch. - v. l. ἄπληστος; αἶσα Soph.).
Middle Liddell
πελάζω
for ἀπέλατος, unapproachable, terrible, Hes., Trag.