αὐτοψία
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ,
A seeing with one's own eyes, Dsc. Praef.5, PTeb.286.20 (ii A. D.), Luc.Syr.D.1; in Medic., as t.t. of the Empiric school, Gal.1.67; ἐπὶ τῆς αὐ. SIG827 D 4 (Delph., ii A. D.), cf. POxy.1272.19 (ii A. D.); ἐπὶ τὴν αὐ. ἐλθεῖν IG9(1).61.17. II supernatural manifestation, vision, Procl.in Alc.p.92 C. (pl.), Iamb.Myst.2.4 (pl.), 7.3 (pl.); [δαίμων] κληθεὶς εἰς αὐ. Porph. Plot.10, cf. Dam.Isid.13 (pl.); opp. ὄνειρος, Ps.-Callisth.1.6; magical operation for the production of such a manifestation (αὐθ.), PMag.Par.1.950, P Mag.Leid.W.16.38.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοψία: ἡ, τὸ ἰδίοις ὄμμασι βλέπειν τι, Διοσκ. προοίμ., Λουκ. π. Συρ. Θ. 1· ἐκ τῆς αὐτοψίας Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1711Α. 4· ἐπὶ τὴν αὐτ. ἐλθεῖν αὐτόθι 1732a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de voir de ses propres yeux.
Étymologie: αὔτοπτος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. αὐθ- PMag.4.950
I 1estudio, examen u observación personal τὰ μὲν λοιπὰ δι' αὐτοψίαν γνόντες Dsc.praef.5, τὰ μὲν αὐτοψίῃ ἔμαθον Luc.Syr.D.1, ἐπὶ τῆς αὐτοψίας por observación directa, FD 4.293.4 (II d.C.), ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν ἐλθών habiendo ido a verlo por sí mismo, IG 9(1).61.17 (Daulis II d.C.), παραγενέσθαι ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν personarse para efectuar una inspección personal, POxy.1272.19 (II d.C.), cf. PTeb.286.20 (II d.C.), PLeit.16.26, PCair.Isidor.66.6 (III d.C.).
2 medic. inspección ocular τὸ γὰρ αὐτὸ τοῦτο τῷ μὲν τηρήσαντι, αὐτοψία, τῷ δὲ μαθόντι τὸ τετηρημένον, ἱστορία ἐστιν Gal.1.67.
II 1visión sobrenatural Procl.in Alc.92, Iambl.Myst.2.4, 7.3, (δαίμων) κληθεὶς εἰς αὐτοψίαν Porph.Plot.10, cf. Dam.Isid.13
•op. ὄνειρος Ps.Callisth.7.4.
2 acción mágica para provocar una visión sobrenatural, PMag.l.c., 13.734.
Greek Monolingual
η (AM αὐτοψία) αυτόπτης
το να βλέπει κανείς κάτι με τα ίδια του τα μάτια
νεοελλ.
1. προσεκτική, επιστάμενη παρατήρηση ή εξέταση
2. η αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή
μσν.
θεολ. ο εκστατικός οραματισμός του Θεού.
Greek Monotonic
αὐτοψία: ἡ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), το να βλέπει κάποιος κάτι με τα ίδια του μάτια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοψία: ἡ непосредственное узрение: αὐτοψίῃ μαθεῖν τι Luc. увидеть что-л. собственными глазами.