σιγάζω

From LSJ
Revision as of 11:16, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγάζω Medium diacritics: σιγάζω Low diacritics: σιγάζω Capitals: ΣΙΓΑΖΩ
Transliteration A: sigázō Transliteration B: sigazō Transliteration C: sigazo Beta Code: siga/zw

English (LSJ)

   A bid one be silent, silence him, Ζεφύρου πνοάς Pi.Parth.2.16; τινα (ς) X.An.6.1.32, D.C.64.14; τύμπανα Opp.C.3.286:—Pass., D.C.39.34.

German (Pape)

[Seite 877] Einen schweigen heißen, zum Schweigen bringen, beschwichtigen, τινά, Xen. An. 5, 9, 32, wohl nur an dieser einen Stelle vorkommend.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγάζω: παραγγέλω τινὰ νὰ σιγήσῃ, ἐπιβάλλω σιγὴν εἴς τινα, τινὰ Ξεν. Ἀν. 6. 1, 32· τύμπανα Ὀππ. Κυν. 3. 286. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπὶ τοῦ σιγᾶν λιπαροῦντα».

French (Bailly abrégé)

faire taire, acc..
Étymologie: σιγάω.

English (Slater)

ςῑγάζω
   1 silence σειρῆνα δὲ κόμπον κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σιγή
(μτβ.) επιβάλλω σιωπή σε κάποιον ή σε κάτι, κάνω κάποιον ή κάτι να σιωπήσει
νεοελλ.
1. (για πόνο, δίψα ή πείνα) σταματώ, καταπαύω
2. (αμτβ.) παύω
αρχ.
καταπραΰνω, κατασιγάζω («ζεφύρου πνοὰς σιγάζειν», Πίνδ.).

Greek Monotonic

σῑγάζω: (σιγή), υποχρεώνω κάποιον να σιωπήσει, τινά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σῑγάζω: заставлять (за)молчать (τινα Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῑγάζω [σιγή] tot zwijgen brengen.

Middle Liddell

σῑγάζω, σιγή
to bid one be silent, τινά Xen.