μετακλίνω
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
[ῑ],
A shift to the other side, ψυχή, μετάκλινε σεαυτήν Ph. 1.268; τινὰς ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν ib.465:—Pass., πολέμοιο μετακλινθέντος Il.11.509; change about, Aret.SD2.1; vary in direction, of muscles, Gal.2.278. II intr., shift, move, Ph.1.299 (s.v.l.); lean, ἐς τὰ δεξιά Philostr.Im.1.28.
German (Pape)
[Seite 148] anderswohin beugen, umbiegen, pass., πολέμοιο μετακλινθέντος, wenn der Kampf sich anderswohin, auf die andere Seite wendete, Il. 11, 509.
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. part. μετακλινθείς;
courber dans un autre sens ; Pass. se tourner autrement, prendre une tournure différente.
Étymologie: μετά, κλίνω.
English (Autenrieth)
only pass. aor. part. πολέμοιο μετακλινθέντος, should the tide of battle turn the other way, Il. 11.509†.
Greek Monolingual
μετακλίνω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) κλίνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι προς άλλο μέρος, προς άλλη πλευρά
2. μέσ. μετακλίνομαι
α) κλίνω προς το άλλο μέρος, μεταστρέφομαι
β) μεταβάλλομαι
γ) (για τους μυς) στρέφομαι προς όλες τις κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κλίνω «γέρνω κάτι, πλαγιάζω»].