ξεναγέτης

From LSJ
Revision as of 19:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενᾱγέτης Medium diacritics: ξεναγέτης Low diacritics: ξεναγέτης Capitals: ΞΕΝΑΓΕΤΗΣ
Transliteration A: xenagétēs Transliteration B: xenagetēs Transliteration C: ksenagetis Beta Code: cenage/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who takes charge of guests, Δελφοὶ ξ. the hospitable Delphians, Pi.N.7.43.

German (Pape)

[Seite 275] ὁ, der die Fremden oder Gäste herumführt, der Wirth, Pind. N. 7, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ξενᾱγέτης: -ου, ὁ ὁδηγῶν καὶ περιποιούμενος τοὺς ξένους ἢ φίλους, ξ. Δελφοί, οἱ φιλόξενοι Δελφοί, Πινδ. Ν. 7. 63.

Greek Monolingual

ο (Α ξεναγέτης)
νεοελλ.
άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγός
αρχ.
πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. του ἡγέτης (πρβλ. νυμφ. -αγέτης)].

Greek Monotonic

ξενᾱγέτης: -ου, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει τη φροντίδα των καλεσμένων, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ξενᾱγέτης: дор. ξενᾱγέτᾱς, α adj. m гостеприимный (Δελφοί Pind.).

Middle Liddell

ξεν-ᾱγέτης, ου, ὁ,
one who takes charge of guests, Pind.