μισθωτικός

From LSJ
Revision as of 22:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθωτικός Medium diacritics: μισθωτικός Low diacritics: μισθωτικός Capitals: ΜΙΣΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: misthōtikós Transliteration B: misthōtikos Transliteration C: misthotikos Beta Code: misqwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for letting out: ἡ μισθωτική, = μισθαρνητική, mercenary trade, Pl.R.346b; connected with letting, τράπεζα PLond.3.932.2 (iii A.D.). Adv. -κῶς Eust.1695.36.    II Subst. μισθωτικόν, τό, contribution in money or kind made by a tenant, PFlor.85.16 (i A.D.), PAmh.2.88.26 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 191] zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισθωτικὴ τέχνη, Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μισθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μίσθωσιν, εἰς ἐνοικίασιν· ― ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, ἐπάγγελμα μισθωτοῦ, Πλάτ. Πολ. 346Α κἑξ. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1695. 36.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μισθωτικός, -ή, -όν) μισθωτής / μισθωτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική
το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα του μισθωτού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθωτικόν
εισφορά σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος.
επίρρ...
μισθωτικώς (Μ)
με μισθωτικό τρόπο, με μίσθωση.

Greek Monotonic

μισθωτικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για ενοικίαση· ἡ μισθωτική = μισθαρνική, το επάγγελμα του μισθωτού εργάτη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μισθωτικός: наемнический, наемный Plat.

Middle Liddell

μισθωτικός, ή, όν [from μισθόω
of or for letting out:— ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, a mercenary trade, Plat.