παραφορέω

From LSJ
Revision as of 08:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφορέω Medium diacritics: παραφορέω Low diacritics: παραφορέω Capitals: ΠΑΡΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: paraphoréō Transliteration B: paraphoreō Transliteration C: paraforeo Beta Code: parafore/w

English (LSJ)

   A = παραφέρω, set before, τινί τι Ar.Eq.1215 :— Pass., Hdt.1.133.    2 Med., accumulate, Pl.Lg.858b.

German (Pape)

[Seite 506] = παραφέρω; ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, vorsetzen. Ar. Equ. 1215; παραφορέεται., Her. 1, 133; u. med., für sich zusammentragen, sammeln, παραφορήσασθαι χύδην, Plat. Legg. IX, 858 b.

Greek (Liddell-Scott)

παραφορέω: παραφέρω, φέρω καὶ θέτω ἐμπρός τινος, παρατίθημι, ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, «ὅλα εἰς ἐσένα τὰ ἔφερνα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215. - Παθ., Ἡρόδ. 1, 133. 2) Μέσ., συλλέγω, συνάγω, Πλάτ. Νόμ. 858Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
apporter devant, τινι.
Étymologie: παρά, φορέω.

Greek Monotonic

παραφορέω: μέλ. -ήσω, = παραφέρω, τοποθετώ εμπρός, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παραφορέω: (= παραφέρω
1) 1) преподносить, подносить, подавать (τινί τι Arph.);
2) med. сносить в одно место, нагромождать (χύδην Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφορέω [παράφορος] act. aandragen:. ἅπαντα... σοι παρέφορουν ik bracht je alles Aristoph. Eq. 1215. med. verzamelen.

Middle Liddell

fut. ήσω, = παραφέρω
to set before, τί τινι Ar.:—Pass., Hdt.