προσκρούω

Revision as of 09:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A knock against, τὴν κεφαλὴν παρά τι Ant.Lib.8.7.    II intr., strike against, collide with, πυρί Pl.Ti.43c, cf. Epicur. Ep.2p.38U., Nat.2.3; πρός τι Zen.3.29: abs., stumble, fall, D.18.254: metaph. of failure or defeat, μικρὰ προσκρούσας Plu.Sull.11, cf. Luc.17.    III metaph., have a collision with another, give offence, τὸ π. καὶ φιλονικεῖν περί τινος D.5.25, cf. 21.61: c. acc. cogn., ἂ προσέκρουον Id.19.205; π. τισί Plu.Them.20, Fab.26, POxy.531.10 (ii A.D.).    2 take offence at, be angry with, τινι D.24.6; ἀλλήλοις Din.1.99, Arist.Pol.1263a18; προσκρούσας τι τούτῳ Aeschin.1.110, cf. D.33.7; φιλοσοφίᾳ Plu.Cat.Ma.23: abs., Pl.Phd.89e; τῶν φίλων οἱ προσκεκρουκότες Arist.EN1166a6.

German (Pape)

[Seite 770] (s. κρούω), anstoßen, insbes. – a) Einem aufstoßen, auf ihn stoßen, ihm zufällig begegnen, τινί, hineingerathen, ὅτε πυρὶ προσκρούσειε Plat. Tim. 43 c. – b) bei Einem anstoßen, ihn beleidigen, ihm verfeindet werden, wie προσκόπτω; θαμὰ προσκρούων μισεῖ πάντας, Plat. Phaed. 90 e; ἀνθρώπῳ, Dem. 24, 6, der auch τὴν ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡσυχίαν dem τὸ προσκρούειν entgegstzt, 5, 25; προσκέκρουκεν ἐμοί, 21, 206; Sp., Luc. Demon. 11.

Greek (Liddell-Scott)

προσκρούω: κρούω ἐναντίον τινός, ἔρχομαι εἰς ἐπαφὴν ἢ σύγκρουσιν πρός τινα ἢ πρός τι, τινι Πλάτ. Τίμ. 43C· πρός τι Ζηνόβ. 3. 29˙ ἀπολ., προσκόπτω, ἀπαντῶ ἐμπόδιον, μικρὰ προσκρούσας περὶ Χαιρώνειαν Πλουτ. Συλλ. 11, Λούκουλλ. 17. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ προσκόπτω ΙΙ, ἔρχομαι εἰς σύγκρουσιν (ἠθικὴν) πρός τινα, τὸ πρ. καὶ φιλονεικεῖν περί τινος Δημ. 63. 21˙ πρ. τινά, προξενῶ σκάνδαλά τινα, ὁ αὐτ. 405. 7˙ πρ. τινὶ Πλουτ. Θησ. 20, Φάβ. 26. 2) ὀργίζομαι κατά τινος, τινὶ Δημ. 534. 14., 701. 23., 894. 18˙ ἀλλήλοις Δείναρχ. 102. 43, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 4˙ προσκρούσας τι τούτῳ Αἰσχίν. 15. 34˙ φιλοσοφίᾳ Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 23˙ ― ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 89Ε˙ τῶν φίλων οἱ προσκεκρουκότες Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4, 2. ― πρβλ. πρόσκρουσις ΙΙ, πρόσκρουσμα ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

se heurter contre ; fig. :
1 éprouver un échec;
2 se froisser, se quereller, être en désaccord : τινί, avec qqn, se fâcher contre qqn;
3 heurter, froisser, offenser, acc. ou dat.
Étymologie: πρός, κρούω.

Greek Monolingual

ΝΑ κρούω
1. πέφτω ή χτυπώ πάνω σε κάτι καθώς κινούμαι, συγκρούομαι («το αυτοκίνητο προσέκρουσε στον στύλο»)
2. είμαι εντελώς αντίθετος, διάκειμαι εχθρικώς ή περιφρονητικώς
3. μτφ. περιπίπτω σε δυσχερείς περιστάσεις και δυσκολίες
νεοελλ.
1. αντιβαίνω, αντίκειμαι, δεν συμβιβάζομαι (α. «η ενέργειά του προσκρούει σε ρητή διάταξη του νόμου» β. «αυτό που μού ζητάς προσκρούει στις αρχές μου»)
2. μτφ. συναντώ εμπόδια, βρίσκω εναντίωση («η προαγωγή του προσκρούει σε ποικίλες αντιδράσεις, και κυρίως στην άρνηση του υπουργού»)
αρχ.
1. οργίζομαι, αγανακτώ
2. μτφ. α) έρχομαι σε σύγκρουση ηθική ή ψυχική με κάποιον, αντιμάχομαι («ἐκ τούτων μέν οὖν μάλιστα τοῑς Λακεδαιμονίοις προσέκρουσε», Πλούτ.)
β. καταλαμβάνομαι από οργή.

Greek Monotonic

προσκρούω: μέλ. -σω,
I. προσκρούω, έρχομαι σε σύγκρουση προς, τινί, σε Πλάτ.· απόλ., προσκόπτω, βρίσκω, συναντώ εμπόδιο, σε Πλούτ.
II. 1. έρχομαι σε σύγκρουση με κάποιον, προξενώ εμπόδια, σε Δημ.· προσκρούω τινί, σε Πλούτ.
2. θίγομαι, οργίζομαι με κάποιον, τινί, σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., προσβάλλομαι, δυσαρεστούμαι, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κρούω botsen tegen, met dat.:; ὅτε πυρὶ προσεκρούσειε τὸ σῶμα telkens wanneer het lichaam botste met vuur Plat. Tim. 43c; overdr. abs. tegenslag hebben:. μικρὰ προσκρούσας περὶ Χαιρώνειαν na een lichte tegenslag bij Chaironeia Plut. Sull. 11.5. in conflict raken (met); met dat..; ἐκ μικρῶν προσκρούοντες ἀλλήλοις om onbeduidende oorzaken met elkaar in conflict rakend Aristot. Pol. 1263a18; met dat. en acc. v. h. inw. obj.. προσέκρουσεν ὁ Κικέρων αὐτῷ πρόσκρουσιν Cicero kreeg een conflict met hem Plut. Cic. 34.3.

Russian (Dvoretsky)

προσκρούω:
1) наталкиваться, попадать (πυρί Plat.);
2) досл. спотыкаться, перен. терпеть неудачу (μικρὰ προσκρούσας περὶ Χαιρώνειαν Plut.): προσκεκρουκὼς ἀπειρίᾳ Plut. потерпевший неудачу по (своей) неопытности;
3) оскорблять, обижать, наносить обиду (τινί Dem., Plat.);
4) ссориться, враждовать (ἀλλήλοις Arst.): οἱ προσκεκρουκότες Arst. перессорившиеся;
5) сносить обиды, терпеть оскорбления: τελευτῶν δὴ θαμὰ προσκρούων Plat. когда ему надоело сносить постоянные обиды.

Middle Liddell

fut. σω
I. to strike against, τινί Plat.:absol. to stumble, fail, Plut.
II. to have a collision with another, give offence, Dem.; πρ. τινί Plut.
2. to take offence at, be angry with, τινί Dem., etc.: —absol. to take offence, Plat.