κρυμοχαρής
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ές,
A delighting in frost, f.l. in Orph.H.51.13 for δρυμο-.
German (Pape)
[Seite 1515] ές, sich der Eiskälte freuend, Hesych., f. l. statt δρυμοχ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῡμοχᾰρής: -ές, εὐαρεστούμενος, τερπόμενος εἰς τὸ ψῦχος, ἡμαρτημ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὀρφ. 50. 12, ἀντὶ δρυμο-.
Greek Monolingual
κρυμοχαρής, -ές (Α)
αυτός που ευχαριστιέται όταν έχει κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + -χαρής (< θ. χαρ-, πρβλ. ἐ-χάρ-ην, παθ. αόρ. του χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής, νυκτι-χαρής].