οἰκουργός
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
όν, (οἶκος, ἔργον)
A working at home, Ep.Tit.2.5 (v.l. οἰκουρούς); οἰκουργὸν καὶ καθέδριον διάγειν βίον Sor.1.27 (but cf. οἰκουροκαθέδριος).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκουργός: ὁ, (οἶκος, ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ οἴκῳ, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ οἴκου, διάφ. γραφ. ἀντὶ οἰκουρός. Ἐπιστ. π. Τίτ. β΄, 5.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille à la maison.
Étymologie: οἶκος, ἔργον.
English (Thayer)
(οἰκουρός) ὀικουρου, ὁ, ἡ (οἶκος, and οὐρός a keeper; see θυρωρός and κηπουρός);
a. properly, the (watch or) keeper of a house (Sophocles, Euripides, Aristophanes, Pausanias, Plutarch, others).
b. tropically, keeping at home and taking care of household affairs, domestic: R G; cf. Fritzsche, De conformatione N. T. critica etc., p. 29; (Winer s Grammar, 100f (95)); (Aeschylus Ag. 1626; Euripides, Hec. 1277; σώφρονας, οἰκουρούς καί φιλάνδρους, Philo de exsecr. § 4).
Greek Monolingual
οἰκουργός, -όν (Α)
αυτός που ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν-ουργός, ξυλ-ουργός].
Greek Monotonic
οἰκουργός: ὁ (οἶκος, *ἔργω), οικονόμος, επιστάτης του σπιτιού, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
οἰκουργός: домовитый (NT - v. l. к οἰκουρός).
Middle Liddell
οἰκ-ουργός, οῦ, ὁ, οἶκος, *ἔργω
a house-steward, NTest.
Chinese
原文音譯:o„kourÒj 哀克-烏羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:家-看見(者)
字義溯源:料理家務的,管家的,家事的,理家;由(οἶκος)*=住處)與(Οὐρίας)X*=看管)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 理家(1) 多2:5