ἀντιπνέω
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
of winds,
A blow against, πρός τι Arist.Pr.940b34; ἀλλήλοις Thphr. Vent.53: impers., ἀντιπνεῖ, διὰ τὸ ἀντιπνεῖν Arist.Mete.370b22. 2 to be adverse or contrary, Ph.1.593, Plu.Cic.32, Luc.Nav.7: metaph. of fortune, Plb.25.3.9, Clitomachus ap. Stob.4.41.29: c. dat., Luc. Tox.7. 3 trans., πνεῦμα ταῖς ναυσί Plu.2.309b.
German (Pape)
[Seite 259] (s. πνέω), entgegenwehen, Plut. Cic. 32; übh. entgegensein, vom Schicksal, zuwider sein, Pol. 26, 5. Vgl. ἀντιπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἐπὶ ἀνέμων, πνέω πρὸς μέρος τι Ἀριστ. Προβλ. 26. 7: ― ἀπρόσωπ., ἀντιπνεῖ, πνέει ἐναντίος ἄνεμος, ἢ διὰ στενότητα ἢ διὰ τὸ ἀντιπνεῖν ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3. 1, 4. 2) ἐπίσης ἐπὶ ἀνέμων, πνέω ἐκ τοῦ ἐναντίου μέρους, πνέω ἐναντίον, ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Πλουτ. Κικ. 32, Λουκ. Πλοῖον 7: ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τύχης, εἶμαι ἐναντίος, ὅτι δὲ πάλιν τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Πολύβ. 26. 5, 9· τοῖς εὖ παθοῦσιν ἀντιπνεύσασ’ ἡ τύχη Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἀνθολ. 562. 19· μετὰ δοτ., εἰ δέ τι καὶ μικρὸν ἀντιπνεύσῃ αὐτοῖς Λουκ. Τόξ. 7, πρβλ. οὐρίζω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 souffler en sens contraire;
2 fig. être contraire ou opposé.
Étymologie: ἀντί, πνέω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 de los vientos c. dat. o πρός y ac. soplar contra πρὸς ὄρη Arist.Pr.940b34, ἀλλήλοις Thphr.Vent.54, Ζεφύρῳ Musae.316, abs. διὰ τὸ ἀντιπνεῖν por soplar en contra Arist.Mete.370b22, ἀντιπνεύσαντος πελαγίου habiendo soplado un viento marino contrario Plu.Cic.32, cf. Hermol.Lyr.1.5, Luc.Nau.7.
2 fig. ser adverso o contrario τὰ γὰρ ἀντιπνέοντα πολλά, βασκανία, φθόνοι ... Ph.1.593, de la fortuna ὅτε δὲ πάλιν τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Plb.25.3.9, cf. Clitom. en Stob.4.41.29, c. dat., Luc.Tox.7.
II tr. c. ac. hacer soplar contra ἡ δὲ πνεῦμα ἀντέπνευσε ταῖς ναυσί ella (Vesta) envió un viento adverso contra las naves Plu.2.309a.
Greek Monolingual
ἀντιπνέω (AM)
1. πνέω αντίθετα
2. (για την τύχη) αντιστρατεύομαι, είμαι δυσμενής
αρχ.
«ἀντιπνέω πρός τι» — φυσάω προς ορισμένη κατεύθυνση.
Greek Monotonic
ἀντιπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, για ανέμους, είμαι αντίθετος, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπνέω:
1) дуть в противоположную сторону или навстречу (ἄνεμοι πρὸς ὄρη ἀντιπνέουσιν Arst.);
2) складываться неблагоприятно (τινι Luc.; τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Polyb.);
3) (о встречном ветре) насылать (πνεῦμα ταῖς ναυσίν Plut.): ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Plut. так как с моря дул встречный ветер.
Middle Liddell
of winds to be contrary, Plut., Luc.