ἁγνεύω
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
English (LSJ)
pf. ἥγνευκα D.l. citand.,
A consider as part of purity, make it a point of religion, c. inf., ἁγνεύουσι ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν Hdt.1.140: abs., to bepure, ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών ; A.Supp.226, cf. Lys.6.51, Pl.Lg.837c, Alex.15.6: c. acc. rei, χεῖρας ἁ. E.IT1227; keep oneself pure from, τινός D.22.78, Phld.Sto.Herc.339.15, Luc.Am.5; also in Med., γυναικός GDI3636.43 (Cos). 2 perform religious ceremonies, officiate, BGU1201.6 (ii B. C.), cf. 149.8 (ii/iii A.D.). 3 Med., purify, τὸν νοῦν Phld.Sto.Herc.339.20. II Act., = ἁγνίζω, purify, πόλιν Antipho 2.3.11:—Pass., SIG978 (Cnidus): c.gen., purify from, ὁ παντὸς ἁγνεύων, of Epicurus, Phld.Lib.p.26O.
German (Pape)
[Seite 17] 1) rein, keusch sein; theils absol., Aesch. Suppl. 223; Ar. Lys. 1183; Plat. Legg. VIII, 837 c; bes. von Opfernden, Lys. 6, 51; vgl. Alexis Ath. III, 117 e; Her. 1, 140; c. inf, ἁγνεύουσι μηδὲν ἔμψυχον κτείνειν, sie halten sich rein vom Tödten eines belebten Wesens, τινός, z. B. Dem. 24, 186; ἡγνευκέναι τοιούτων ἐπιτηδευμάτων, sich rein gehalten haben von solchen Beschäftigungen, ἀφροδισίων καὶ οἴνου καὶ ψευδολογίας Plut. de coh. ira 16; ἔρωτος Luc. Amor. 5. – 2) reinigen, sühnen, πόλιν Antiph. 2 γ 11; ἑαυτόν 6, 4 (Harpocr. ἁγνίζειν).
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνεύω: μέλλ. -εύσω· πρκμ. ἥγνευκα, Δημ. ἔνθα κατωτ. Νομίζω τι ὡς μέρος ἀναπόσπαστον ἁγνείας, θεωρῶ τι ὡς ζήτημα θρησκευτικόν, μετὰ ἀπαρ., ἁγνεύουσιν ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν, Ἡρόδ. 1. 140· ἀπολ., εἶμαι ἁγνός, καθαρός, ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; Αἰσχύλ. Ἱκ. 226, πρβλ. Πλατ. Νόμ. 837C· μετ’ αἰτ. πράγμ., χεῖρας ἁγνεύει, Εὐρ. Ι. Τ. 1227. ἁγνεύων θύειν, Λυσ. 107, 39· ἁγνεύεις ἔτι, Ἄλεξ. ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ», 1, 6· φυλάττω ἐμαυτὸν καθαρόν, ἀμόλυντον ἀπό τινος· τινός, Δημ. 618. 10. ΙΙ. ἐνεργ., = ἁγνίζω, καθαρίζω, Λατ. lustrare. Ἀντιφ. 119. 11.
French (Bailly abrégé)
pf. ἥγνευκα;
I. intr. 1 être pur : χεῖρας ἁγν. EUR avoir les mains pures;
2 se garder pur de, gén.;
3 avec un inf., regarder comme un devoir religieux de;
II. tr. purifier.
Étymologie: ἁγνός.
Spanish (DGE)
I 1ser puro, mantenerse puro ritualmente no violando normas relig. de abstinencia ὡς ἂν μηδεὶς ὑπερβαίνῃ ἢν μὴ ἁγνεύῃ Hp.Morb.Sacr.1.13, ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; A.Supp.226, ἁγνεύει λεχώ E.El.654, cf. E.Hipp.655, Ar.Lys.1182, ἁγνεύοντες θύομεν sacrificamos (a los dioses) en estado de pureza ritual Lys.6.51, ἁγνεύοντες καὶ νήφοντες SIG 1157.40 (Demetríade II a.C.) ἁ. ἐν αὐταῖς (ταῖς ἡμέραις) D.C.77.23.2a, ἁ. ἐν λέξει Phld.Rh.1.189, fig. ἁγνεύεις ἔτι todavía no pecas (ref. a la verificación de una cuenta de pescado), Alex.15.6
•c. ac. χεῖρας ἁγνεύει θεοῖς mantiene sus manos puras para los dioses, está consagrado a los dioses E.IT 1227
•c. ac. temp. προειρημένων ἡμερῶν ἀριθμὸν ἁ. mantenerse puro durante los días prescritos D.22.78
•mantenerse puro absteniéndose de algo c. inf. ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν Hdt.1.140, c. gen. τὸν βίον ἡγνευκέναι τοιούτων ἐπιτηδευμάτων D.22.78, οἴνου Plu.2.464b, χεῖρες ἁ. παντὸς Ὀλυμπίου μύσους Heraclit.All.34.7, c. ἀπό y gen. ἁγνεύοντας εἰσιέναι ἀπὸ ὀψαρίου τριταίους ID 2530.1 (II a.C.), ἀπὸ γυναικὸς καὶ κρέως ID 2529.16 (II a.C.), cf. SIG 982.3 (Pérgamo II a.C.)
•fig. ἄχρι σὸν γένειον ἁγνεύῃ τριχός mientras tu barbilla se mantenga limpia de barba Call.Fr.202.69
•en v. med. c. ac. de rel. mantenerse puro en cuanto a τὰ[ς] ἀκοὰ[ς] καὶ τ[ὸ] ν ν[οῦ] ν ... ἁγνευσάμενοι Phld.Sto.22.7.
2 ser casto, vivir en castidad ἁγνεύειν ἀεὶ μεθ' ἁγνεύοντος τοῦ ἐρωμένου Pl.Lg.837c, ὑπὲρ τῆς ψυχῆς ἁ. ser castos por la (salvación) del alma, Ep.Barn.19.8, cf. Clem.Al.QDS 40
•c. gen. abstenerse de ἔρωτος Luc.Am.5
•en v. med. mismo sent. γυναικός Sokolowski 3.151A.42 (Cos IV a.C.).
II 1relig. purificar τῶν ἁγνευόντων ἱερέων BGU 1201.6 (I d.C.), cf. 149.8 (II/III d.C.), PTeb.298.68 (II d.C.)
•c. ac. int. ἱερεῖς τινας ἁγνείας ἁγνεύοντες sacerdotes que celebran ritos de purificación I.Ap.1.199.
2 gener. purificar c. ac. πόλιν Antipho 2.2.11, c. gen. ὁ παντὸς ἁγνεύων el purificador de todo de Epicuro, Phld.Lib.fr.55.11, en v. pas. IKnidos 160.5 (IV a.C.).
• Etimología: Cf. ἅζομαι.
Greek Monotonic
ἁγνεύω: μέλ. -σω, παρακ. ἥγνευκα (ἁγνός)· θεωρώ κάτι αναπόσπαστο κομμάτι αγνότητας, θεωρώ κάτι ως ζήτημα θρησκευτικό· με απαρ., ἁγνεύουσιν ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν, σε Ηρόδ.· απόλ., είμαι αγνός, σε Αισχύλ.· χεῖρας ἁγνεύει, έχει καθαρά χέρια, σε Ευρ.· φυλάω τον εαυτό μου καθαρό από κάτι, με γεν., σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἁγνεύω: хранить (ритуальную) чистоту, оставаться непорочным Aesch., Arph.: ἁγνεύοντες θύουσι Lys. они совершают жертвоприношения в чистоте; ἁ. τινός Dem., Plut., Luc. воздерживаться от чего-л.; ἁ. μηδὲν ἔμψυχον κτείνειν Her. не умерщвлять ничего живого; χεῖρας ἁ. θεοῖς Eur. держать руки в чистоте для богослужения.
Middle Liddell
ἁγνός
to consider as part of purity, make it a point of religion, c. inf., ἁγνεύουσι ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν Hdt.: absol. to be pure, Aesch.; χεῖρας ἁγνεύει is clean in hands, Eur.: to keep oneself pure from a thing, c. gen., Dem.