ἄδυτος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ον, (δύω)
A not to be entered, θησαυρός Pi.P.11.4; ἄ. ἐστιν ὁ τόπος Str.14.1.44. 2 never setting, of stars, Sch.Arat.632. II mostly as Subst. (masc. in h.Merc.247, neut. in Hdt.5.72, E.Ion938), innermost sanctuary or shrine, Il.5.448, 512, h.Ap.443; εὐώδεος ἐξ ἀ. Pi.O.7.32: metaph., ἐκ τοῦ ἀ. τῆς βίβλου Pl.Tht.162a; ἄ. θαλάσσης Opp.H.1.49, cf. Hymn.Is.152.
German (Pape)
[Seite 38] nicht zu betreten, θησαυρός Pind. Ol. 11, 4; κτέανα Eur. Andr. 1033; bes. von heiligen Orten, dah. τὸ ἄδυτον das innerste Heiligthum des Tempels, Hom. zweimal, Il. 5, 448. 512; Pind. OI. 7, 32; Eur. Iph. T. 1257 θέσφατα; τῆς θεοῦ Her. 5, 72 u. öfter; übtr. τῆς βίβλου Plat. Theaet. 162 a; auch ὁ ἄδυτος H. h. Merc. 247. – In Aegypten sind ἄδυτα unterirdische Gemächer im Innersten des Tempels; εἰς τὰ ἄδ. κατελθεῖν Luc. Gall. 18; D. L. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδῠτος: -ον, (δύω) τόπος εἰς ὃν οὐκ ἔξεστι πᾶσιν εἰσιέναι, Πινδ. Π. 11, 7· ἄδ. ἐστιν ὁ τόπος, Στράβ. 650. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς οὐσ. τὸ ἐσώτατον μέρος τοῦ ναοῦ, τὸ ἱερώτατον, Λατ. adytum, Ἰλ. Ε. 448, 512, Πινδ. Ο. 7. 59 (ἔνθα ὅμως τὸ γένος δὲν εἶναι φανερόν)· εἶναι δὲ οὐδετέρως τὸ ἄδυτον, ἐν Ἡροδ. 5. 72, καὶ ἐν Εὐρ. Ἴων 938· καὶ ἀρσενικῶς ὁ ἄδυτος, ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 247: - μεταφ. ἐκ τοῦ ἀδ. τῆς βίβλου, Πλάτ. Θεαίτ. 162Α· - ἄδ. τῆς θαλάσσης, Ὀππ. Ἁλ. Ι. 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impénétrable, sacré ; τὸ ἄδυτον, τὰ ἄδυτα lieu dont l’accès est interdit (sanctuaire, temple, enclos, bois, etc.) ; ἀδύτων ὕπο EUR du fond du sanctuaire.
Étymologie: ἀ, δύω.
English (Slater)
ᾰδῠτος
1 not to be entered χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν i. e. the temple of Apollo Ismenios at Thebes (P. 11.4)
Spanish (DGE)
(ἄδῠτος) -ον
• Alolema(s): beoc. ἄδου- Corinn.1.3.30
• Prosodia: [-ῡ- Isidorus 4.3]
I adj.
1 donde no se debe entrar θησαυρός Pi.P.11.4, τόπος Str.14.1.44, ἀδύτους Φερσεφόνης θαλάμους IG 9(2).429.4 (Feras III a.C.).
2 de astros que no se pone Sch.Arat.632
•fig. ὁ θεὸς ... φῶς ἐστιν ἀληθινόν, ἄδυτον Ast.Soph.Hom.24.10.
II subst. τὸ ἄ., tb. ὁ ἄ.
1 la parte más interior y sagrada del templo, áditon pero frec. interpr. por sinéc. c. el sent. de santuario, ἐν μεγάλῳ ἀδύτῳ Il.5.448, πίονος ἐξ ἀδύτοιο Il.5.512, cf. Tyrt.3.4, Thgn.808, ἐς ... ἄδυτον κατέδυσε h.Ap.443, εὐώδεος ἐξ ἀδύτου Pi.O.7.32, θεοῦ ἄ. Pi.Fr.52g.3, cf. Hdt.5.72, E.Io 938, τοῦ ἱεροῦ τὸ καλούμενον ἄδυτον D.S.16.26, cf. Verg.Aen.2.115, Seru.Aen.2.115, Colum.1 praef.30, Plu.2.437c, οἱ εἰς τὸ ἄδυτον εἰσπορευόμενοι πρὸς τὸν στολισμὸν τῶν θεῶν OGI 56.4 (III a.C.), εἰς ἄδυτον καταβὰς Ἀσκληπιοῦ Isyll.30, κλεὶς ἐπὶ τὸ ἄδυτον Didyma 427.8 (III a.C.), τὸν ἱερὸν στέφανον τὸν ἐκ τοῦ ἀδύτου Didyma 493.11 (III a.C.), (ξόανόν τε καὶ ναόν) καθιδρῦσαι ἐν τοῖς ἀδύτοις μετὰ τῶν ἄλλων ναῶν emplazar (la estatua de madera y la capilla) en los áditon con las demás capillas, OGI 90.42 (Roseta II a.C.), τὰ βιβλία ... ἐκ πάντων τῶν ἀδύτων ἀνεῖλε D.C.75.13.2, cf. Suppl.Mag.72.1.3
•en plu. mismo sign. Λερναῖα ἄδυτα IG 22.3674.4 (IV d.C.), cf. Nonn.D.4.289
•fig. Περσεφόνης ἄ. el Hades Emp.B 156.4.
2 tumba Verg.Aen.5.84, Iuu.13.205.
3 lo más recóndito ἐκ τοῦ ἀδύτου τῆς βίβλου Pl.Tht.162a, ἄ. θαλάσσης Opp.H.1.49, cf. Hymn.Is.152 (Andros), ἀπὸ τοῦ ἀδύτου προέκυψεν Dam.Pr.41, ἐν ἀδύτοις ἱδρυμένη ἀλήθεια Procl.in R.1.86, ex adyto cordis Lucr.1.737.
Greek Monotonic
ἄδῠτος: -ον (δύω), τόπος στον οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος· απ' όπου ως ουσ.· ἄδυτον, τό, το εσώτατο μέρος του ναού, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδῠτος: II ὁ HH = ἄδυτον.
заповедный, священный (θησαυρός Pind.).
Middle Liddell
[δύω]
not to be entered, Il., etc.