ἰσχάς
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
άδος, ἡ, (ἰσχνός)
A dried fig, Ar.Eq.755, Hermipp.63.16, Alex. 162.15, Arist.HA577a10, IG22.1013.24, PCair.Zen.110 (iii B.C.), Theoc.1.147, etc.; ἰσχάδος ἐγκώμιον POxy.2084; also, of over-ripe olives, Eust.1963.55. 2 spurge, Euphorbia Apios, Thphr.HP9.9.6, Dsc.4.175, Plin.HN26.72. II (ἴσχω) that which holds, anchor, S.Fr.761, Luc.Lex.15.
German (Pape)
[Seite 1272] άδος, ἡ (vgl. ἰσχνός), die getrocknete Feige; Ar. Equ. 752; com. bei Ath. I, 27 f II, 75 b; öfter in Anth.; – Feigwarze, M. Arg. 22 (Plan. 241), Philp. 56 (Plan. 240). – Sprichwörtl. ἀντ' ἰσχάδος, ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων, Par. App. 1, 32. – Eine Art Wolfsmilch, Theophr., Diosc. – Bei Soph. frg. 699 Ath. III, 99 d der Anker des Schiffes, der es festhält, von ἴσχω; vgl. Luc. Lexiph. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχάς: -άδος, ἡ, (ἰσχνὸς) ξηρὸν σῦκον, Ἀριστοφ. Ἰππ. 755, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 27F, 75 Β, κτλ.· περίφημοι ἦσαν αἱ τῆς Ἀττικῆς ἰσχάδες, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123.24, καὶ ἴδε τὴν λ. παράσημον: - ὡσαύτως, «τὰς δρυπετεῖς καὶ γεργερίμους ἐλάας (τὰς ὡρίμου δηλ.) καὶ ἰσχάδας οἱ πάλαι ἔλεγον» Εὐστ. 1963. 55. 2) εἶδος εὐφορβίου, (φυτόν), Euphorhia Apios, Θεφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 6. ΙΙ. (ἴσχω), τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ στερεῶς, ἄγκυρα Σοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 15, Ἀθην. 991).
French (Bailly abrégé)
1άδος (ἡ) :
figue sèche, fruit.
Étymologie: cf. ἰσχνός.
Par. ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ, φιβάλεως.
2άδος (ἡ) :
ancre.
Étymologie: ἴσχω.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
ἰσχάς, -άδος (Α)
βλ. ισχάδα.
(II)
ἰσχάς, -άδος, ή (ΑΜ)
μσν.
(για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη
αρχ.
1. ξηρό σύκο
2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο
3. το φυτό ευφόρβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια του επιθ. ἰσχνός και είναι και αυτή αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ένα έρρινο θ. σε -n και είναι σχηματισμένη κατά τα οινάς, μυρτάς.
ΠΑΡ. αρχ. ισχάδιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. ισχαδοκάρυον, ισχαδοπώλης, ισχαδοφάγος].
Greek Monotonic
ἰσχάς: -άδος, ἡ (ἰσχνός), ξηρό σύκο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχάς: άδος ἡ ἰσχνός сушеная фига Arph., Arst., Plut., Anth.
άδος ἡ ἴσχω якорь (νηὸς ἰ. Soph.; ἰσχάδας σιδηρᾶς ἀφείς Luc.).