ὄρχησις
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dancing, the dance, Epich. 171 ; ἐς ὄρχησιν ἀνίστασθαι Hdt.1.202 ; esp. pantomimic dancing, Id.6.129 ; δεινὰ ἐποιοῦντο πάσας τὰς ὀ. ἐν ὅπλοις εἶναι X.An.6.1.11 ; ἐκπονεῖν Plb.4.20.12 : a part of ἡ γυμναστική, acc. to Pl.Lg.795e ; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις ὄ. Id.Cra.406d ; ὄ. ἐνόπλιος, ἐναγώνιος ὄ., Luc.Salt.8,32, POxy. 1241 v 27 (ii A. D.), etc.; περὶ Ὀρχήσεως, title of work by Lucian ; cf. Ath.1.14dsq., 14.630bsqq., Poll.4.95 sq.
German (Pape)
[Seite 389] ἡ, das Tanzen, nach Plat. Legg. VII, 795 d ein Theil der Gymnastik, u. nach II, 654 b mit der ᾠδή die χορεία ausmachend; ἡ ἐν ὅπλοις ὄρχησις, Waffentanz, Crat. 406 d, wie ἐνόπλιος u. ἐναγώνιος, Luc. de salt. 32 u. Plut. Num. 32; bes. die Kunst des pantomimischen Tänzers, ὀρχήσεις ἐκπονεῖν, Pol. 4, 20, 12; vgl. bes. Luc. de salt.; τραγική, Ath. I c. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρχησις: -εως, ἡ, τὸ ὀρχεῖσθαι, χορός, Ἐπίχ. 95 Ahr., Ἡρόδ., Ἀττ. (ὁ Ὁμηρ. τύπος εἶναι ὀρχηθμὸς καὶ ὀρχηστός)· ἐς ὄρχησιν ἀνίστασθαι Ἡρόδ. 1. 202· κυρίως χορὸς παντομιμικός, ὁ αὐτ. 6. 129· ποιεῖσθαι τὰς ὀρχ. ἐν ὅπλοις Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11· ἐκπονεῖν Πολύβ. 4. 20, 12· ― μέρος τῆς γυμναστικῆς κατὰ Πλάτ. ἐν Νόμ. 795D· ἡ ἐν ὅπλοις ὄρχ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 406D ὀρχήσεις ἐνόπλιοι, ἐναγώνιοι ὀρχ. Λουκ., Πλούτ., κτλ.· περὶ τῶν Ἑλληνικῶν ἴδε Λουκ. περὶ Ὀρχήσεως, Ἀθήν. 14D κἑξ., 630F· Πολυδ. Δ΄, 95 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 danse;
2 pantomime.
Étymologie: ὀρχέω.
Greek Monotonic
ὄρχησις: -εως, ἡ, η πράξη του χορού, ο χορός καθ' αυτός, σε Ηρόδ., Αττ.· ιδίως, χορός παντομίμας, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ὄρχησις: εως ἡ Plat., Luc., Plut. = ὄρχημα.
Middle Liddell
ὄρχησις, εως,
dancing, the dance, Hdt., attic:esp. pantomimic dancing, Hdt., attic