ὑπερήδομαι

From LSJ
Revision as of 15:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερήδομαι Medium diacritics: ὑπερήδομαι Low diacritics: υπερήδομαι Capitals: ΥΠΕΡΗΔΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperḗdomai Transliteration B: hyperēdomai Transliteration C: yperidomai Beta Code: u(perh/domai

English (LSJ)

Pass.,

   A rejoice beyond measure at a thing, τοῖσι χρηστηρίοισι Hdt.1.54; τῷ πόματι Id.3.22: c. part., ἀκούων ὑπερήδετο he rejoiced much at hearing, Id.1.90, X.Cyr.3.1.31: also ὑ. ὅτι . . ib.8.3.50.    II Act., please exceedingly, Hdn.2.3.11.

German (Pape)

[Seite 1195] dep. pass., sich über die Maaßen freuen; τινί, über Etwas, Her. 1, 54; absolut, Luc. V. H. 1, 30; c. partic., Her. 1, 90; Xen. Cyr. 3, 1, 31; ὅτι, 8, 3, 50.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερήδομαι: ἥδομαι ὑπερβαλλόντως, ὑπερχαίρω, εὐχαριστοῦμαι ὑπερμέτρως διά τι πρᾶγμα, τοῖσι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 54· τῷ πόματι ὁ αὐτ. 3. 22· μετὰ μετοχ., ὑπερήδετο ἀκούων, πολὺ ἔχαιρεν ἀκούων, ὁ αὐτ. 1. 90, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 31· ὡσαύτως, ὑπ. ὅτι... αὐτόθι 8. 3, 50. - Τὸ ἐνεργ. ὑπερήδω. προξενῶ ἡδονήν, τέρψιν, παρὰ Βασιλ. ΙΙΙ, 268C.

Greek Monolingual

και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α
1. μέσ. ευφραίνομαι σε μέγιστο βαθμό
2. ενεργ. προκαλώ μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἥδομαι «ευφραίνομαι, χαίρομαι»].

Greek Monotonic

ὑπερήδομαι: Παθ., χαίρομαι υπερβολικά για, τινί, σε Ηρόδ.· με μτχ., ὑπερήδετο ἀκούων, χάρηκε πολύ ακούγοντας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερήδομαι: чрезвычайно радоваться: ὑ. τινι Her. быть весьма довольным чем-л.; ὑπερήδετο ἀκούων Her., Xen. он слушал с величайшим удовольствием или чрезвычайно обрадовался, услышав.

Middle Liddell


Pass. to be overjoyed at, τινι Hdt.; c. part., ὑπερήδετο ἀκούων he rejoiced much at hearing, Hdt.