ῥοθέω

From LSJ
Revision as of 15:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοθέω Medium diacritics: ῥοθέω Low diacritics: ροθέω Capitals: ΡΟΘΕΩ
Transliteration A: rhothéō Transliteration B: rhotheō Transliteration C: rotheo Beta Code: r(oqe/w

English (LSJ)

(ῥόθος)

   A make a rushing noise: hence, of a roaring fire, ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ A.Fr.309.    2 of any confused noise, ταῦτα . . ἐρρόθουν ἐμοί such clamours they raised against me, S.Ant.290; λόγοι . . ἐρρόθουν κακοί there was a noise of angry words, ib.259.

German (Pape)

[Seite 847] rauschen, brausen, lärmen; eigtl. von anprallenden Wellen, Ruderschlägen, u. übertr., λόγοι δ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐῤῥόθουν κακοί, Soph. Ant. 259; – c. acc., ῥοθεῖν τινί τι, Einem Etwas mit lautem Unwillen zurufen, entgegenmurren, ταῦτα καὶ πάλαι πόλεως ἄνδρες μόλις φέροντες ἐῤῥόθο υν ἐμοί, Soph. Ant. 290, wo der acc. aber wohl von φέροντες abhängt.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοθέω: (ῥόθος) παράγω ῥόθον, βοήν, οἵα γίνεται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τῆς εἰρεσίας, ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ ῥόθου τοῦ πυρός, ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου θορύβου, ταῦτα…ἐρρόθουν ἐμοί, ταῦτα ἐφλυάρουν ἐναντίον μου, Σοφ. Ἀντ. 290· λόγοι..ἐρρόθουν κακοί, ὑπῆρχε θόρυβος λόγων ὀργίλων, αὐτόθι 259. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοθεῖν· ὁρμᾶν. τρέχειν, λέγειν, διώκειν».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
gronder comme les vagues ; τινι, gronder ou murmurer contre qqn.
Étymologie: ῥόθος.

Greek Monotonic

ῥοθέω: μέλ. -ήσω (ῥόθος), κάνω άγριο θόρυβο, σπάζω, συντρίβομαι, παφλάζω, κτυπώ, λέγεται για τα κύματα ή για την κίνηση των κουπιών, για την κωπηλασία· απ' όπου, λέγεται για κάθε συγκεχυμένο θόρυβο, ταῦτα ἐρρόθουν ἐμοί, τέτοιες κραυγές, αποδοκιμασίες, φλυαρίες «σήκωσαν» εναντίον μου, σε Σοφ.· λόγοι ἐρρόθουν κακοί, υπήρξε θόρυβος οργισμένων λόγων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥοθέω: шуметь, бушевать: ῥοθῶν κρίβανος Aesch. шумящая (от огня) печь; λόγοι ἐρρόθουν κακοί Soph. послышались злобные речи; ῥ. τινι Soph. роптать на кого-л.

Middle Liddell

ῥοθέω, fut. -ήσω ῥόθος
to make a rushing noise, to dash, of waves or the stroke of oars: hence, of any confused noise, ταῦτα ἐρρόθουν ἐμοί such clamours they raised against me, Soph.; λόγοι ἐρρόθουν there was a noise of words, Soph.