ἀριθμητικός

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριθμητικός Medium diacritics: ἀριθμητικός Low diacritics: αριθμητικός Capitals: ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: arithmētikós Transliteration B: arithmētikos Transliteration C: arithmitikos Beta Code: a)riqmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for reckoning, skilled therein, ἄνθρωπος Id.Grg.453e.    II arithmetical, μέσα Archyt.2; ἀναλογία Arist.EN1106a35; τὸ ἓν ἁπλῶς οὐκ ἦν ἀ. Dam.Pr.117; ἡ ἀριθμητική (sc. τέχνη) arithmetic, Pl.R.525a, al.; as a subject of competition, Inscr.Magn.107; ἡ ἀ. ἐπιστήμη Plu. 2.979e. Adv. -κῶς ib.643c, Theo Sm.p.116H.    III -κόν, τό, land-tax in Egypt, τὸ τέλειον ἀ. Sammelb.4415.14 (ii A. D.), etc.; ἡμιτέλειον ἀ. BGU330.6 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 351] zum Zählen, Rechnen gehörig, geschickt, es verstehend, ἄνθρωπος Plat. Gorg. 453 e; η ἀριθμητική, sc. τέχνη, die Rechenkunst, 451 e, u. öfter auch Sp. – Adv., Plut. Symp. 2, 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριθμητικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ ἀριθμεῖν ἀνήκων, ὁ ἱκανός, ἐπιτήδειος πρὸς τοῦτο, ἀριθμητικὸς ἄνθρωπος Πλάτ. Γοργ. 453Ε· ἀναλογία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7: ἡ ἀριθμητικὴ (ἐνν. τέχνη), ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· ἀριθμητική, ἄνευ ἄρθρου, ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· ἡ ἀρ. ἐπιστήμη Πλούτ. 2. 979Ε· πρβλ. λογιστικὸς 1. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 643C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les nombres ; ἡ ἀριθμητική (τέχνη) PLAT l’art de compter, l’arithmétique.
Étymologie: ἀριθμέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. experto en hacer cálculos ἄνθρωπος Pl.Grg.453e, cf. Ptol.Iudic.25.7.
2 de abstr. relativo a los números, aritmético μέσα Archyt.B 2, ἀριθμός op. ‘número matemático’, Arist.Metaph.1083b16, ἰσότης Arist.Pol.1302a7, ἀναλογία Arist.EN 1106a35, μεσότης Plu.2.1019c
subst. ἡ ἀ. la aritmética Pl.R.525a, op. γεωμετρία Arist.Metaph.982a28, IM 107.17 (II a.C.), Plu.2.979e
subst. τὸ ἀ. número cardinal op. ‘ordinal’, D.T.636.15, 637.25, Sch.D.T.243.1.
3 τὸ ἀριθμητικόν contribución o impuesto aplicado en Egipto a los poseedores de tierra catécica (cf. κατοικικός) ἀ. κατοίκων OAshmolean 24 (I a.C.), SB 8982.4 (II d.C.), BGU 817.4 (II d.C.), ἀ. τέλειον PTeb.361.5 (II d.C.), ἡμιτέλειον ἀ. SB 4415.12 (II d.C.).
4 prob. de moneda fiduciaria ἀριθμητικὴ μνᾶ anón. en POxy.3455.45.
II adv. -ῶς aritmética ἀ. οὐ γεωμετρικῶς τὸ δίκαιον Plu.2.643c, ἀ. τρισὶν ὑπερέχειν Theo Sm.116.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀριθμητικός, -ή, -όν) αριθμητός
1. ο σχετικός με την αρίθμηση, τους αριθμούς και την αριθμητική
2. αυτός που εκφράζεται με αριθμούς ή εκφράζει αριθμούς
3. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική
η επιστήμη των αριθμών
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική
το βιβλίο που περιέχει τη διδασκαλία των αριθμητικών πράξεων
2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αριθμητικά
επίθετα ή επιρρήματα που εκφράζουν αριθμούς ή αριθμητικές έννοιες και σχέσεις
αρχ.
επιδέξιος, ικανός στην αρίθμηση.

Greek Monotonic

ἀριθμητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην αρίθμηση, αριθμητικός, υπολογιστικός, σε Πλάτ.· ἡ ἀριθμητική (ενν. τέχνη), η αριθμητική, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀριθμητικός:
1) искусный в счете Plat., Plut.;
2) числовой, арифметический (ἀναλογία, μεσότης Arst.);
3) счетный (ἐπιστήμη Plut.).

Middle Liddell

[from ἀριθμέω
of or for reckoning, arithmetical, Plat.: ἡ ἀριθμητική (sc. τέχνη) arithmetic, Plat.