ἀρτίφρων

From LSJ
Revision as of 17:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίφρων Medium diacritics: ἀρτίφρων Low diacritics: αρτίφρων Capitals: ΑΡΤΙΦΡΩΝ
Transliteration A: artíphrōn Transliteration B: artiphrōn Transliteration C: artifron Beta Code: a)rti/frwn

English (LSJ)

[ῐ], ον, gen. ονος, (ἄρτιος, φρήν)

   A sound of mind, sensible, οὔτε μάλ' ἀ. Od.24.261, cf. E.Med.294; ἀρτιμελεῖς καὶ ἀρτίφρονας Pl. R.536b; ἀ. . . πλήν . . quite in one's senses except... E.IA877: c. gen., ἐπεὶ δ' ἀ. ἐγένετο . . γάμων when he came to full consciousness of... A.Th.778 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 362] ον, sehr verständig, Od. 24, 261; Eur. I. A. 877 Med. 294; ἀρτίφρων γάμων ἐγίνετο, er kam zu voller Erkenntniß seiner Heirath, Aesch. Spt. 760. Auch in Prosa, Plat. Rep. VII, 536 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίφρων: -ον, γεν. ονος, (ἄρτιος, φρὴν) ὁ τὰς φρένας ἄρτιος, ἔμφρων. οὔτε μάλ’ ἀρτίφρων Ὀδ. Ω. 261. πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 295, Πλάτ. Πολ. 536Β· ἀρτίφρων... πλήν..., ἐντελῶς σώας ἔχων τὰς φρένας, πλήν..., Εὐρ. Ι. Α. 877· μετὰ γεν., ἐπεὶ δ’ ἀρτίφρων ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων, «ἐπεὶ ἔμφρων ἐγένετο, ἐπεὶ συνῆκεν ὃ ἔπραξε κατὰ τῆς μητρὸς» (Σχόλ.), «ἐπιγνώμων, εἰδήμων» (ἄλλα Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 778.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 d’un parfait bon sens, sensé, raisonnable;
2 qui connaît, instruit de, gén..
Étymologie: ἄρτι, φρήν.

English (Autenrieth)

(φρήν): accommodating, Od. 24.261†.

Spanish (DGE)

-ον
equilibrado de mente, cabal οὔ τι μάλ' ἀ. Od.24.261, ἀνήρ E.Med.294, Plu.2.88b, ἀρτιμελεῖς καὶ ἀ. Pl.R.536b, c. dat. τῇ ψυχῇ ἀ. D.C.62.19.2
plenamente en sus cabales ἀ. πλὴν ἐς σὲ καὶ σὴν παῖδα E.IA 877
c. gen. plenamente consciente ἐπεὶ δ' ἀ. ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων pero así que plenamente consciente fue el triste de sus desgraciadas bodas A.Th.778.

Greek Monolingual

ἀρτίφρων, -ον (Α)
ο συνετός, ο γνωστικός, ο φρόνιμος.

Greek Monotonic

ἀρτίφρων: -ον, γεν. -ονος (ἄρτιος, φρήν) , ισχυρός στο νου, εχέφρων, λογικός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με γεν., γάμων, αυτός που έχει πλήρη συνείδηση για ένα πράγμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίφρων: 2, gen. ονος
1) здравомыслящий, рассудительный, разумный Hom., Eur., Plat., Plut.;
2) ясно осознавший (ἀθλίων γάμων Aesch.).

Middle Liddell

ἄρτιος, φρήν
sound of mind, sensible, Od., Eur.: c. gen., γάμων fully conscious of a thing, Aesch.