πολυχανδής

From LSJ
Revision as of 18:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχανδής Medium diacritics: πολυχανδής Low diacritics: πολυχανδής Capitals: ΠΟΛΥΧΑΝΔΗΣ
Transliteration A: polychandḗs Transliteration B: polychandēs Transliteration C: polychandis Beta Code: poluxandh/s

English (LSJ)

ές,

   A wide-yawning, capacious, Orph.Fr.56; ψυχῆς π. κόλπον Stud.Ital. (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός Theoc.13.46; ὅλμος Nic.Th.951; λαιμός Nonn.D.11.162; νηδύς Q.S.1.527; σίμβλος Tryph.535: in late Prose, κοτύλη -εστέρα Them. Or.23.299c.

German (Pape)

[Seite 676] ές, viel fassend; ὅλμος, Nic. Th. 951; λαιμός, Nonn. D. 11, 162.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχανδής: -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· ὅλμος Νικ. Θηρ. 951· κοτύλη πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui contient beaucoup, de vaste capacité.
Étymologie: πολύς, χανδάνω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. (κυρίως για υδροφόρα αγγεία) αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, που χωράει πολλά
2. ευρύχωρος, φαρδύςλαιμὸς πολυχανδής», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευρυ-χανδής].

Greek Monotonic

πολῠχανδής: -ές (χανδάνω), αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυχανδής -ές [πολύς, χανδάνω] met grote inhoud, ruim.

Russian (Dvoretsky)

πολυχανδής: много вмещающий, объемистый (κρωσσός Theocr.).

Middle Liddell

πολῠ-χανδής, ές χανδάνω
wide-yawning, Theocr.