νεόκοτος

From LSJ
Revision as of 15:20, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκοτος Medium diacritics: νεόκοτος Low diacritics: νεόκοτος Capitals: ΝΕΟΚΟΤΟΣ
Transliteration A: neókotos Transliteration B: neokotos Transliteration C: neokotos Beta Code: neo/kotos

English (LSJ)

ον,

   A new and strange, unheard of, A.Pers.257 (lyr.), Th.803; for the termination cf. ἀλλόκοτος.

German (Pape)

[Seite 242] in frischem Zorne, durch seischen Zorn lästig, oder besser (nach ἀλλόκοτος) von neuer, ungewöhnlicher Beschaffenheit; κακά, Aesch. Pers. 252; τί δ' ἔστι πρᾶγος νεόκοτον πόλει παρόν, Spt. 785.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκοτος: -ον, νέος καὶ παράδοξος, ἀνήκουστος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 256, Θήβ. 804· (-κότος φαίνεται ὅτι εἶναι ἁπλῆ κατάλ.· ἴδε ἐν λ. ἀλλόκοτος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de provenance nouvelle, nouveau.
Étymologie: νέος, -κότος, cf. ἀλλόκοτος.

Greek Monolingual

νεόκοτος και νεοκότος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό-κοτος, βαρὐ-κοτος)].

Greek Monotonic

νεόκοτος: -ον, νέος και παράξενος, παράδοξος, ανήκουστος, σε Αισχύλ. (το -κοτος φαίνεται να είναι απλή κατάληξη).

Russian (Dvoretsky)

νεόκοτος: (ср. ἀλλόκοτος) новый, небывалый (κακά, πρᾶγος Aesch.).

Middle Liddell

νεό-κοτος, ον
new and strange, unheard of, Aesch. [-κοτος seems to be a mere termin.]

English (Woodhouse)

new, novel, unfamiliar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)