διακελευσμός
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ὁ,
A exhortation, cheering on, Th.7.71, J.AJ3.2.4.
German (Pape)
[Seite 581] ὁ, das Zureden, Ermuntern, Thuc. 7, 71; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακελευσμός: ὁ, παρακίνησις, παραθάρρυνσις, προτροπή, Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: διακελεύομαι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
exhortación, ánimo, aliento πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Th.7.71, προθυμίᾳ τε καὶ διακελευσμῷ ... χρωμένων I.AI 3.53, cf. 17.216.
Greek Monolingual
διακελευσμός, ο (Α) διακελεύομαι
προτροπή, παρόρμηση.
Greek Monotonic
διακελευσμός: ὁ, παρακίνηση, προτροπή, ενθάρρυνση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διακελευσμός: ὁ увещевание, побуждение (πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακελευσμός -οῦ, ὁ [διακελεύω] aanmoediging.
Middle Liddell
διακελευσμός, ὁ, [from διακελεύομαι
an exhortation, cheering on, Thuc.