διακελευσμός

From LSJ
Revision as of 15:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακελευσμός Medium diacritics: διακελευσμός Low diacritics: διακελευσμός Capitals: ΔΙΑΚΕΛΕΥΣΜΟΣ
Transliteration A: diakeleusmós Transliteration B: diakeleusmos Transliteration C: diakelefsmos Beta Code: diakeleusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A exhortation, cheering on, Th.7.71, J.AJ3.2.4.

German (Pape)

[Seite 581] ὁ, das Zureden, Ermuntern, Thuc. 7, 71; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακελευσμός: ὁ, παρακίνησις, παραθάρρυνσις, προτροπή, Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: διακελεύομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
exhortación, ánimo, aliento πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Th.7.71, προθυμίᾳ τε καὶ διακελευσμῷ ... χρωμένων I.AI 3.53, cf. 17.216.

Greek Monolingual

διακελευσμός, ο (Α) διακελεύομαι
προτροπή, παρόρμηση.

Greek Monotonic

διακελευσμός: ὁ, παρακίνηση, προτροπή, ενθάρρυνση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διακελευσμός: ὁ увещевание, побуждение (πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακελευσμός -οῦ, ὁ [διακελεύω] aanmoediging.

Middle Liddell

διακελευσμός, ὁ, [from διακελεύομαι
an exhortation, cheering on, Thuc.

English (Woodhouse)

encouragement, exhortation, mutual exhortation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)