χρησμός

From LSJ
Revision as of 15:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμός Medium diacritics: χρησμός Low diacritics: χρησμός Capitals: ΧΡΗΣΜΟΣ
Transliteration A: chrēsmós Transliteration B: chrēsmos Transliteration C: chrismos Beta Code: xrhsmo/s

English (LSJ)

ὁ, (χράω (B) A)

   A oracular response, oracle, Pi.P.4.60, SIG1044.49 (Halic., iv/iii B. C.), etc.; χ. ἀσήμους δυσκρίτως τ' εἰρημένους A.Pr.662; ἔχρησ' Ἀδράστῳ Αοξίας χρησμόν E.Ph.409; σφι χρησμὸν ἔφαινε delivered an oracle to them, Hdt.1.159; ᾄδειν Th.2.21 (cf. χρησμῳδός) ; εὔτεκνοι χ. promising happy progeny, E.Ion424; χ. ἔμμετρος Plu.2.396c; καταλογάδην τοὺς χ. λέγειν ib. 397d; χρησμὸς . . περαίνεται is fulfilled, E.Ph.1703; χρησμοῦ ὄντος . . τὴν πόλιν διαφθαρῆναι Pl.R.415c; ὥσπερ χρησμοὺς γράψαντες, i. e. with all solemnity, Lycurg.92, cf. Isoc.4.171.

German (Pape)

[Seite 1375] ὁ, die Antwort eines befragten Orakels, der Orakelspruch; Pind. P. 4, 60; Solon; Tragg., wie Aesch. Prom. 665. 875 u. öfter; χρησμὸς γὰρ ἦλθε Λαΐῳ Soph. O. R. 711, vgl. 797; Eur. öfter; χρησμὸν προδοῦναι Ar. Lys. 780; Her., u. in att. Prosa, Plat. Apol. 22 e u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμός: ὁ· (χράω (Γ) Α)· - τὸ χρησθέν, ἡ ἀπόκρισις μαντείου, μάντευμα, Σόλων 35 (25)· 9, Πινδ. Π. 4. 106, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· χρησμ. ἀσήμους δυσκρίτως τ’ εἰρημένους Αἰσχύλ. Πρ. 662· ἔχρησε χρησμὸν Εὐρ. Φοίν. 409· χρησμὸν φαίνων τινί, δίδω χρησμὸν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 159· ᾄδειν Θουκ. 2. 21 (πρβλ. χρησμῳδός)· χρ. εὔτεκνοι, προλέγοντες εὐτυχῆ τεκνογονίαν, Εὐρ. Ἴων 424· χρ. ἔμμετρος Πλούτ. 2. 396C· ἢ καταλογάδην αὐτόθι 397D· ὁ χρησμὸς ... περαίνεται, πληροῦται, Εὐρ. Φοίν. 1703· χρησμοῦ ὄντος . τὴν πόλιν διαφθαρῆναι Πλάτ. Πολ. 415C· ὥσπερ χρησμοὺς γράψαντες τοῖς ἐπιγιγνομένοις Λυκοῦργ. 159. 21, πρβλ. Ἰσοκράτ. 76C· - πρβλ. κίβδηλος ΙΙ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 réponse d’un oracle;
2 fig. déclaration certaine.
Étymologie: χράω³.

English (Slater)

χρησμός
   1 prophecy σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ (P. 4.60)

Spanish

oráculo, vaticinio

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησζμός Α
απάντηση μαντείου, προφητεία για τα μέλλοντα
νεοελλ.
μτφ. διφορούμενη και ασαφής έκφραση
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) «τιμωρία»
β) (στην αιτ.) χρησμόν
«κλύδωνα»
2. φρ. α) «εὔτεκνοι χρησμοί» — προφητείες σχετικές με ευτεκνία (Ευρ.)
β) «χρησμὸς περαίνεται» — ο χρησμός πραγματοποιείται, εκπληρώνεται (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -μός (πρβλ. διωγ-μός, ψαλ-μός), και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη μορφή και τη σημ. του τ. βλ. και λ. χρή)].

Greek Monotonic

χρησμός: ὁχράω, (Γ) I.], απάντηση χρησμού, μαντική απάντηση, χρησμοδότηση, σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

χρησμός:χράω III] предсказание оракула, оракул Pind., Trag., Her., Isocr., Plat., Plut.: χρᾶσθαι χρησμόν τινι Eur. сделать предсказание кому-л.; χρησμοῦ ὄντος Plat. так как было предсказано; τῷ χρησμῷ или ἐκ χρησμοῦ Plut. согласно оракулу.

Middle Liddell

χρησμός, οῦ, ὁ, [χράω3]
the answer of an oracle, oracular response, oracle, Solon., Hdt., attic

English (Woodhouse)

oracle, oracular answer, oracular reply, oracular response

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)