προσεπιτείνω
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
A stretch still further: metaph., contend more earnestly, Id.3.24.14. 2 intensify still more, τὴν παροῦσαν ἐπιθυμίαν Phld. Rh.2.290S.; τὸ δίψος Plu.2.689e; τὴν καλὴν νεανιείαν Ph.2.306; τὴν ὀργήν J.BJ7.3.3:—intr., of fevers, Gal.7.859:—Pass., of wind, Ph. 2.99. II impose severer terms upon, τοὺς Καρχηδονίους Plb.1.63.2: abs., π. ταῖς βασάνοις use severer tortures, D.S.10.18. III intr., to be prolonged, Orib.Fr.74.
German (Pape)
[Seite 762] (s. τείνω), noch dazu, noch mehr anspannen, anstrengen; Pol. 3, 24, 14; Ggstz von λύειν, δίψος, Plut. Symp. 6, 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιτείνω: ἐπιτείνω ἐπὶ πλέον, ἔτι μᾶλλον ἐπιτείνω, τι Πολύβ. 3. 24, 14. 2) ἔτι ἰσχυρότερον ποιῶ, τὴν δίψαν Πλούτ. 2. 689C· τὴν ὀργὴν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 3, 3. ΙΙ. βασανίζω ἢ τιμωρῶ ἔτι μᾶλλον, τινὰ Πολύβ. 1. 63, 2, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 557. 54.
French (Bailly abrégé)
f. προσεπιτενῶ, ao. προσεπέτεινα, etc.
accroître encore, acc..
Étymologie: πρός, ἐπιτείνω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιτείνω
τονίζω ακόμη πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ.
β. «ὁ προφήτης προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ)
αρχ.
1. στενοχωρώ ακόμη περισσότερο
2. καθιστώ ακόμη κάτι πιο ισχυρό
3. επιβάλλω πρόσθετους όρους («βραχέα δὲ προσεπέτειναν τοὺς Καρχηδονίους», Πολ.)
4. επιμηκύνομαι.
Greek Monotonic
προσεπιτείνω: μέλ. -τενῶ·
I. απλώνω, εκτείνω ακόμα περισσότερο, θέτω περισσότερη δύναμη, τι, σε Πολύβ.
II. βασανίζω ή τιμωρώ ακόμα περισσότερο κάποιον, τινά, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιτείνω:
1) досл. (все) больше напрягать, перен. повышать, усиливать (τὰ ἐν ταῖς συνθήκας Polyb.; τὸ δίψος Plut.);
2) суровее обращаться, притеснять (τινά Polyb.).
Middle Liddell
fut. -τενῶ
I. to stretch still further, to lay more stress upon, τι Polyb.
II. to torture or punish yet more, τινά Polyb.