ἐπωφελής

From LSJ
Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπωφελής Medium diacritics: ἐπωφελής Low diacritics: επωφελής Capitals: ΕΠΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: epōphelḗs Transliteration B: epōphelēs Transliteration C: epofelis Beta Code: e)pwfelh/s

English (LSJ)

ές,

   A helpful, useful, Sever. Clyst.p.17 D., Poll.5.136, Cod.Just.1.2.17.1 ; ἡμῖν Hierocl.in CA11p.441M. Adv. -λῶς Poll.5.135, Vett. Val.165.18, Them.Or.21.252a,22.278c.

German (Pape)

[Seite 1016] ές, hülfreich, nützlich, Schol. Ar. Plut. 88. – Adv., Themist. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωφελής: -ές, βοηθῶν, χρήσιμος, ὠφέλιμος, Πολυδ. Ε΄, 136, καὶ ἄλλοι Γραμματ. - Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 135, Θεμίστ. 252Α, 278C. - Παρ’ Ἡσυχ. παροξυτόνως: «ἐπωφέλης· ὁ καλούμενος ἐφιάλτης».

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπωφελής, -ές)
ωφέλιμος, χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ωφελής (< όφελος < οφέλλω «επαυξάνω, ωφελώ»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ανωφελής, κοινωφελής). Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].